γράφει η Ιωάννα Τσάπαλη, Ψυχολόγος.
Πώς η χρόνια οικονομική αβεβαιότητα επηρεάζει το νευροβιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό μας σύστημα.
Η οικονομική ανασφάλεια αποτελεί σήμερα μια από τις πιο έντονες προκλήσεις για την ψυχική και σωματική υγεία. Η αβεβαιότητα σχετικά με το εισόδημα, την εργασία και την κάλυψη βασικών αναγκών δεν επηρεάζει μόνο την καθημερινή ζωή, αλλά προκαλεί σημαντικές νευροβιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές στο άτομο. Μελέτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό επιβεβαιώνουν ότι η χρόνια έκθεση σε καταστάσεις οικονομικής αβεβαιότητας αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ψυχικών διαταραχών, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνει σωματικές λειτουργίες.
Νευροβιολογικές Αλλαγές
Η εμπειρία της οικονομικής ανασφάλειας ξεκινά με τη γνωστική και συναισθηματική επεξεργασία της απειλής στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας τη νευροβιολογική του λειτουργία, και στη συνέχεια, εγγράφεται στο σώμα. Όταν το άτομο βιώνει οικονομική πίεση όπως αυτή εκφράζεται με τον φόβο της απόλυσης, την ανεργία, την αδυναμία πληρωμής βασικών αναγκών, ο οργανισμός αντιδρά σαν να βρίσκεται αντιμέτωπος με άμεσο φυσικό κίνδυνο, ενεργοποιώντας το μηχανισμό επιβίωσης, γνωστό ως σύστημα πάλης, φυγής ή παγώματος (fight–flight–freeze response). Η λειτουργία αυτή ρυθμίζεται από τον άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια (HPA axis) και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα.
Η αμυγδαλή – το συναισθηματικό “ραντάρ” του εγκεφάλου – υπερδιεγείρεται εντοπίζοντας την απειλή, ακόμη κι αν αυτή είναι ασαφής ή αφηρημένη, όπως η αβεβαιότητα του αύριο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ο υποθάλαμος δίνει σήμα στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα και τον HPA άξονα, με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των επινεφριδίων. Αυτά αρχικά εκκρίνουν αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη, που αυξάνουν τον καρδιακό ρυθμό, την αναπνοή και την αρτηριακή πίεση.
Σε δεύτερη φάση, εκκρίνεται η κορτιζόλη – η κύρια ορμόνη του στρες σε σταθερά υψηλά επίπεδα. Η χρόνια υπερέκκριση της κορτιζόλης διαταράσσει την ομοιόσταση του οργανισμού, μειώνει την ανοσολογική απόκριση, διαταράσσει τον ύπνο, επηρεάζει τη γαστρεντερική λειτουργία και εντείνει τη σωματική ευαλωτότητα.
Το σύστημα αυτό είναι εξελικτικά σχεδιασμένο για βραχυπρόθεσμη ενεργοποίηση. Ωστόσο, σε καταστάσεις όπως η οικονομική αβεβαιότητα, η απειλή δεν υποχωρεί, αλλά παραμένει χρονίως παρούσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο οργανισμός μπορεί να περάσει στην κατάσταση “παγώματος”, όπου υπερισχύει απότομα το παρασυμπαθητικό σκέλος του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Οι νευροβιολογικές αυτές αλλαγές δεν περιορίζονται στον εγκέφαλο, αλλά εκδηλώνονται και σωματικά με διαταραχές ύπνου, μυϊκή ένταση, γαστρεντερικά συμπτώματα, ευπάθεια σε λοιμώξεις και ένα διαρκές αίσθημα ότι το σώμα και το μυαλό «δουλεύουν στο κόκκινο» ή, αντίθετα, έχουν βυθιστεί σε αδράνεια.
Σε χρόνια ενεργοποίηση, το άτομο σε κατάσταση “παγώματος” μπορεί να οδηγηθεί σε απάθεια, παραίτηση, σωματική και ψυχική εξάντληση, βραδυκινησία και συναισθηματικό μούδιασμα. Ο οργανισμός, επομένως, βρίσκεται σε κατάσταση νευροβιολογικής απορρύθμισης, καθιστώντας την ανάκαμψη ολοένα και πιο δύσκολη χωρίς εξωτερική υποστήριξη ή παρέμβαση.
Ψυχολογικό Αποτύπωμα
Η οικονομική σταθερότητα και επάρκεια δεν είναι απλώς ένα μέσο επιβίωσης· αποτελεί επίσης σύμβολο ελέγχου, ασφάλειας και αυτονομίας, στοιχεία άμεσα συνδεδεμένα με την αίσθηση ταυτότητας και αξίας του ατόμου.
Όταν αυτή η σταθερότητα διαταράσσεται, ο ψυχισμός καλείται να διαχειριστεί όχι μόνο την απώλεια υλικών πόρων, αλλά και μια εσωτερική κατάρρευση προσδοκιών που αντικατοπτρίζεται με την αίσθηση ότι το ίδιο το άτομο είναι ανεπαρκές ή αποτυχημένο. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται απλώς για το τι έχουμε ή δεν έχουμε, αλλά για το ποιοι είμαστε μέσα σε αυτό που χάνεται.
Έτσι, φαίνεται να αναδύεται το υπαρξιακό άγχος, που απαντάται στην αίσθηση ότι το νόημα χάνεται, ότι η ζωή παύει να έχει κάποιο σκοπό και πως όλα οδηγούν σε ένα αδιέξοδο. Η ερώτηση «τι αξίζω αν δεν μπορώ να συντηρήσω τον εαυτό μου και όσους αγαπώ;» αγγίζει τη βασική απειλή της ευαλωτότητας.
Ενώ λοιπόν το μυαλό μπορεί να αντιδρά με άγχος και φόβο, βαθύτερα βιώνεται μια ντροπή ή ενοχή σαν να φταίμε εμείς για τη δυσκολία ή σαν να φανερώνεται κάτι ελλιπές μέσα μας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ότι πολλοί άνθρωποι παραιτούνται, αποσύρονται και αδυνατούν να μιλήσουν για τη δυσκολία τους ή να ζητήσουν βοήθεια. Η απειλή παύει να είναι πια εξωτερική και βιώνεται εσωτερικά με το άγχος θανάτου και τον φόβο της εγκατάλειψης.
Η καθημερινή και αδιάκοπη προσπάθεια επιβίωσης καταναλώνει εξαιρετικά σημαντικό ποσό ψυχικής ενέργειας, αφήνοντας λίγο χώρο για επεξεργασία και αυτοστοχασμό. Το άγχος παύει να είναι μόνο αντιδραστικό, γίνεται διάχυτο, χρόνιο και συχνά εκδηλώνεται ως κυνισμό, απομόνωση ή ευερεθιστότητα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ψυχοθεραπεία δεν στοχεύει μόνο στην αποφόρτιση του συμπτώματος, αλλά στη δημιουργία χώρου για νοηματοδότηση της απώλειας και ανάκτηση του βιώματος της αξίας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας που επιτρέπει την προσαρμογή στις δυσκολίες.

Κοινωνικές Σχέσεις
Η οικονομική ανασφάλεια δεν βιώνεται αποκλειστικά ως ατομικό πρόβλημα, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις στις κοινωνικές σχέσεις του ατόμου.
Ο άνθρωπος που αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, συχνά βιώνει ότι αποκόπτεται σταδιακά από τον κοινωνικό ιστό, όχι μόνο πρακτικά, αλλά και συναισθηματικά.
Αναδύεται μια αίσθηση ότι “δεν ανήκει”, ότι δεν έχει θέση στον κόσμο των “αρκετών”, με αποτέλεσμα να νιώθει μειωμένη αυτοεκτίμηση και φόβο απόρριψης. Ο άνθρωπος σε κρίση δεν ζηλεύει τόσο την ευημερία των άλλων, όσο την αίσθηση αξιοπρέπειας, την οποία αντιλαμβάνεται ως χαμένη.
Η αίσθηση του «μη ανήκειν» ή της «μη επάρκειας» δεν απορρέει αποκλειστικά από την υλική στέρηση, αλλά ενισχύεται από μια κοινωνία που συχνά αξιολογεί την αξία του ατόμου βάσει της οικονομικής του κατάστασης.
Αυτή η κοινωνική πίεση ενδέχεται να οδηγήσει σε απόσυρση από κοινωνικές δραστηριότητες και σε απεμπλοκή από διαπροσωπικές σχέσεις, επιδεινώνοντας την ψυχική δυσφορία του ατόμου.
Κι όμως, αυτό το βίωμα είναι διάχυτο· δεν αποτελεί μόνο προσωπικό τραύμα, αλλά αντικατοπτρίζει ένα συλλογικό ρήγμα. Η οικονομική κρίση δεν πλήττει απλώς τις τσέπες – πλήττει την εμπιστοσύνη: στους άλλους, στους θεσμούς, στην κοινωνία.
Η συλλογική εμπιστοσύνη λειτουργεί ως ψυχολογικό έδαφος πάνω στο οποίο το άτομο μπορεί να σταθεί και να αντέξει την δυσκολία.
Όταν βέβαια αυτή χάνεται, τότε και η πιο μικρή δυσκολία φαντάζει αβάσταχτη, καθώς δεν υπάρχει πια ένα πλαίσιο ασφάλειας και συνδιαλλαγής, όπου κάποιος μπορεί να σταθεί και να μοιραστεί.
Εκδήλωση Ψυχικών Διαταραχών
Η οικονομική ανασφάλεια αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη ψυχικών διαταραχών, όπως καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές, καθώς και συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες.
Παγκόσμιες μελέτες έχουν καταδείξει ότι η ανεργία και η παρατεταμένη οικονομική πίεση αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους, ενώ παράλληλα συνδέονται με αυξημένα ποσοστά αυτοκτονικότητας (WHO, 2011).
Στην Ελλάδα, η μακροχρόνια οικονομική κρίση των τελευταίων ετών οδήγησε σε αύξηση των ψυχικών διαταραχών σε όλα τα ηλικιακά και κοινωνικά στρώματα, με μελέτες να επισημαίνουν τη σαφή συσχέτιση μεταξύ οικονομικών δυσκολιών και ψυχολογικής δυσφορίας.
Στον παρόντα χρόνο, η συνεχιζόμενη οικονομική αβεβαιότητα, επιβαρύνει τον ψυχισμό και συχνά επιδεινώνει προϋπάρχουσες ψυχικές παθήσεις, ενώ η πρόσβαση σε ψυχοκοινωνική υποστήριξη περιορίζεται σημαντικά, λόγω της ίδιας της οικονομικής δυσχέρειας.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια και μετά την οικονομική κρίση δείχνουν σημαντική αύξηση των ψυχικών διαταραχών. Σύμφωνα με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) το 2016, το ποσοστό της κατάθλιψης αυξήθηκε από περίπου 3,3% πριν την κρίση σε 8,2% κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Επίσης, στοιχεία από την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (Οικονόμου et al., 2014) έδειξαν ότι το ποσοστό της κατάθλιψης αυξήθηκε από 3,3% πριν από την κρίση σε 12,35% κατά τη διάρκειά της, ενώ τα συμπτώματα αγχώδους διαταραχής αυξήθηκαν από 4,7% σε 9,3%. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αύξηση των περιστατικών αυτοκτονικού ιδεασμού και απόπειρας αυτοκτονίας, ειδικά μεταξύ των ανέργων.
Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν ότι η οικονομική ανασφάλεια λειτούργησε ως καταλύτης μιας ευρύτερης ψυχοκοινωνικής κρίσης. Η πρόληψη και η έγκαιρη παρέμβαση σε επίπεδο υπηρεσιών υγείας είναι καθοριστικής σημασίας για τη μείωση των επιπτώσεων αυτής της κρίσης.
Κατακλείδα
Η οικονομική ανασφάλεια, επομένως, δεν είναι μόνο κοινωνικό ή οικονομικό φαινόμενο, αλλά και ζήτημα δημόσιας υγείας που απαιτεί ολιστική προσέγγιση. Μείζονος σημασίας κρίνεται η φροντίδα της ψυχικής υγείας και ατομικά με την αναζήτηση στήριξης και τη καθιέρωση μικρών πρακτικών αυτοφροντίδας που βοηθούν το άτομο στη διαχείριση του άγχους.
Η διατήρηση της επαφής με το κοινωνικό περιβάλλον και η αναγνώριση των συναισθημάτων αποτελούν βασικά βήματα για ανάκαμψη και ψυχική ανθεκτικότητα.