26 Αυγούστου 1922 – Καίγεται η Σμύρνη

Στις 26 Αυγούστου 1922 ο Κεμάλ Ατατούρκ τηλεγραφούσε από το Εσκί Σεχίρ στην κυβέρνησή του και στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας: «Η επίθεση άρχισε στις 4 μ.μ. σε όλο το μέτωπο. Ο θεός βοηθός».

Μέσα σε λίγες ημέρες ο ελληνικός στρατός, στην ουσία αμαχητί, παρέδωσε όσα είχε κερδίσει σε τρία χρόνια. Δεν επρόκειτο για μία απλή στρατιωτική ήττα, ήταν αληθινή διάλυση. Είναι χαρακτηριστικό πως η ελληνική κυβέρνηση ανακάλεσε τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη και στη θέση του διόρισε τον στρατηγό Ν. Τρικούπη, που όμως δεν πρόλαβε να γίνει αρχιστράτηγος, διότι … συνελήφθη μαζί με όλη τη φάλαγγα που διοικούσε!

 

Η κατάρρευση αυτή δεν προέκυψε ξαφνικά: ο ελληνικός στρατός είχε ήδη χάσει οποιοδήποτε αξιόμαχο στοιχείο αν και υπερτερούσε ακόμη σε άντρες και οπλισμό. Από τις 15 Μάη του 1919 ουσιαστικά αλλά και τυπικά οι κινήσεις του υπαγορεύονταν από το Βρετανικό, κυρίως, επιτελείο. Ήδη από τα τέλη Ιουλίου του 1919 υπήρχε ξεκάθαρη εντολή του διοικητή των αγγλικών στρατευμάτων κατοχής, του αντιστράτηγου Μιλν, προς τον Έλληνα αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο:

«Ουδεμία προέλασις πέραν των ήδη κατεχομένων θέσεων λάβη χώρα άνευ προηγουμένης εγκρίσεώς μου».

Προέλαση του Ελληνικού στρατού φυσικά γιατί οι Βρετανοί είχαν ξεκαθαρίσει στον Βενιζέλο πως ουδεμία βοήθεια σε άντρες και υλικό θα πρόσφεραν. Στις 6 Μαρτίου 1920 συναντήθηκε με τον υπουργό Στρατιωτικών Ουίνστον Τσόρτσιλ και με τον αρχηγό του βρετανικού επιτελείου στρατηγό Γουίλσον. Με τα λόγια του στρατηγού Γουίλσον:

«Ο Winston (σ.σ. Τσόρτσιλ) και εγώ επεράσαμε μιαν ώραν με τον Βενιζέλον σήμερα το απόγευμα. Του καταστήσαμε σαφές ότι ούτε εις άνδρας, ούτε εις χρήμα, ούτε εις την Θράκην, ούτε εις την Σμύρνην θα εβοηθούσαμε τους Έλληνας […] Του είπα ότι θα καταστρέψη την χώραν του, ότι θα ευρίσκεται εις πόλεμον επί έτη με την Τουρκίαν και την Βουλγαρίαν και ότι η αποστράγγισης εις άνδρας και χρήμα θα ήτο υπέρ το δέον μεγάλη διά την Ελλάδα. Είπε ότι δεν συμφωνεί ουδέ εις μιαν λέξιν από όσα είπα.»

Έναν μήνα αργότερα, τον Απρίλη του 1920, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μιλεράν, ο οποιος διαδέχτηκε τον Κλεμανσό, δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν επρόκειτο να διαθέσει στρατεύματα στην Ανατολή για να επιβάλει στους Τούρκους τόσο σκληρούς όρους.

Οι σκληροί όροι ήταν η συνθήκη των Σεβρών, η «συνθήκη από πορσελάνη», όπως χαρακτηρίστηκε. Ο Τσόρτσιλ ήταν ξεκάθαρος:

« η αξία των όρων της συνθήκης εξηρτάτο από ένα μοναδικόν στοιχείον: τον ελληνικόν στρατόν. Εάν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι στρατιώτες του κατόρθωναν να επιβληθούν επί του Κεμάλ, έχει καλώς. Εάν όχι, έπρεπε να αναζητήσουμε καλυτέρας λύσεις. Την ειρήνην με την Τουρκίαν έπρεπε, διά να την επιβάλωμεν, να κάνωμεν πόλεμον. Τη φοράν αυτήν οι σύμμαχοι θα τον διεξήγον δι’ εντολοδόχου.»

Τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν μετά τις εκλογές του Νοέμβρη του 1920 γνώριζαν πως θα ήταν μόνοι, πως αυτοί θα ήταν οι «εντολοδόχοι». Και προχώρησαν εξυπηρετώντας ουσιαστικά αλλότρια συμφέροντα…

Η σφαγή

Στις 9 Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις του Κεμάλ έμπαιναν στη Σμύρνη. Τα όσα ακολούθησαν, οι σφαγές και η μεγάλη πυρκαγιά είναι γνωστά, όπως γνωστή είναι και η πεισματική άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να επιτρέψει την έγκαιρη αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού χορηγώντας διαβατήρια. Η τυπική δικαιολογία ήταν η αποφυγή ηττοπάθειας και πανικού. Η πραγματική αιτία ήταν ο φόβος της ελληνικής κυβέρνησης μπροστά στην οργή των εκατομμυρίων προσφύγων. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και το διέπραξε το ελληνικό κράτος.

Στις 13 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός όχλος κατακρεούργησε, με την άδεια του υποστράτηγου Νουρεντίν, τον μητροπολίτη Χρυσόστομο. Όποιες και αν ήταν οι δικές του ευθύνες, καθώς ο ρόλος του ήταν καθαρά πολιτικός όλο αυτό το διάστημα, είναι προς τιμήν του το γεγονός πως την ώρα που η υπόλοιπη ελληνική ηγεσία εγκατέλειψε τον ελληνικό πληθυσμό κι έφυγε τρέχοντας, με πρώτο τον ύπατο αρμοστή Στεργιάδη, εκείνος έμεινε και θυσιάστηκε σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τους αμάχους. Η φωτιά που ξεκίνησε από την αρμενική συνοικία, την ίδια ημέρα, μετέτρεψε σε στάχτη την κοσμοπολίτισσα πόλη. Στην προκυμαία Κε και στο λιμάνι της Σμύρνης διαδραματίστηκαν σκηνές αλλοφροσύνης υπό το αδιάφορο βλέμμα των «Συμμάχων».

Τη μεγάλη αλήθεια, τη φώναξε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο σημαντικότερο νεοελληνικό θεατρικό έργο, το «Μεγάλο μας τσίρκο», μέσα από τη μαγική φωνή της Τζένης Καρέζη:

«Κατακαημένο Αϊβαλί και παινεμένο Αϊδίνι, χαροκαμένο Εσκή Σεχήρ, αρχοντοπούλα Σμύρνη.

Μαρμαρωμένε βασιλιά, τι όνειρο, τι παγανιά ο τάφος σου άδειος και σε μια γωνιά μια χούφτα λόγια, αδιάβαστα χαρτιά.

Χαμένη γη και προσφυγιά, τα πόδια εδώ, αλλού η καρδιά, κομμάτια μου ψάχνω να βρω να κάνω ρίζες να ξανασταθώ και να φωνάξω με φωνή που να ματώσουν οι ουρανοί

όλοι μας ’σφαζαν και μας πνίγανε μαζί, Εγγλέζοι, Γάλλοι κι Αμερικανοί.»

 

 

Πάνω από έναν αιώνα μετά τον τρομερό Αύγουστο του 1922 και η συζήτηση καλά κρατεί σχετικά με τα αίτια που οδήγησαν στην καταστροφή. Είναι προφανής η διαπίστωση πως το σύνολο σχεδόν του ελληνικού πολιτικού κόσμου, μεθυσμένο από τις επιτυχίες της περιόδου 1912- 1918 εκτίμησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να πραγματώσουν τα οράματα της «Μεγάλης Ιδέας».

Η συγκυρία έμοιαζε ιδανική: Η Ελλάδα ισχυρή και στο στρατόπεδο των «νικητών», που όσο διαρκούσε ο πόλεμος δεν είχαν πρόβλημα να τάξουν ό,τι ήθελε να ακούσει η πολιτική ηγεσία της χώρας. Από την άλλη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό διάλυση και στους «χαμένους». Αν όχι τώρα… πότε θα ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να πάρουμε τη Μικρά Ασία;

Η πραγματικότητα είναι πως ακόμη και αν μέσα από διαφορετικούς χειρισμούς και άλλη εξέλιξη των αντιθέσεων των μεγάλων δυνάμεων η Ελλάδα εδραίωνε την παρουσία της στην Μικρά Ασία, αυτό θα ήταν πρόσκαιρο, ήταν θέμα χρόνου (πολύ ή λίγου, δεν έχει σημασία) η φωτιά να ξανανάψει. Ας δούμε τους λόγους:

-Η Ελλάδα ήταν «ισχυρή», ώστε να παίξει τον ρόλο περιφερειακής δύναμης, όσο λειτουργούσε συμπληρωματικά στο πλαίσιο της Αντάντ. Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε στην επιφάνεια της βαθύτατες αντιθέσεις των «νικητών». Η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη των αντιθέσεων αυτών και όχι μόνο αποδυναμώθηκε αλλά δέχτηκε και τα πυρά Γαλλίας και Ιταλίας, υποτιθέμενων «συμμάχων».

-Δεν είχαν συνειδητοποιηθεί από την ελληνική πολιτική ηγεσία οι συγκλονιστικές αλλαγές που συντελούνταν στον κόσμο. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ως αιτία το μοίρασμα των αποικιών. Το τέλος του ήταν και η αρχή του τέλους της αποικιοκρατίας, παντού ξεσπούσαν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που αμφισβητούσαν την αποικιοκρατία και όξυναν τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των αποικιοκρατών. Αυτό συνέβαινε και στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (Συρία, Ιράκ, Αίγυπτος) και σε αυτό το ρεύμα εντασσόταν και το κεμαλικό κίνημα.

-Υπήρχε πια ένας νέος παράγοντας, η Σοβιετική Ένωση. Και μόνο η παρουσία της άλλαζε τα διεθνή δεδομένα. Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στηρίχτηκαν σε αυτήν αλλά και τη χρησιμοποίησαν ως «μπαμπούλα» ώστε να εξασφαλίσουν τις συμφωνίες που επεδίωκαν με τις δυτικές δυνάμεις. Το κεμαλικό κίνημα σε αυτόν τον τομέα παρέδωσε μαθήματα διπλωματικών ελιγμών.

Εκτός από τη λάθος εκτίμηση των διεθνών εξελίξεων, η ελληνική πολιτική ηγεσία εκτίμησε λανθασμένα και τα άμεσα δεδομένα:

-Η ισχυρή παρουσία των Ελλήνων, πληθυσμιακά και οικονομικά-κοινωνικά, δεν καθιστούσαν «ελληνική» συνολικά τη Μικρά Ασία. Το τουρκικό στοιχείο αποτελούσε την πλειονότητά του πληθυσμού της. Ο τουρκικός λαός, δεν ήταν «χτεσινός» σε αυτά τα εδάφη, συμπλήρωνε σχεδόν χιλιετή παρουσία. Υποτιμήθηκαν ο αριθμός του, που αύξανε με εντυπωσιακό ρυθμό, και η εθνική του αξιοπρέπεια. Και επιπλέον ένα στοιχείο που φυσικά δεν είναι το κύριο αλλά δεν είναι και αμελητέο: στην ηγεσία του εθνικιστικού τουρκικού κινήματος βρισκόταν μια πολιτική και στρατιωτική μεγαλοφυΐα, ο Κεμάλ Ατατούρκ. Στην Ελληνική;

-Ο Ελληνικός λαός έπαιρνε μέρος από το 1912 σε εκστρατείες και βρίσκονταν συνεχώς σε επιστράτευση. Κατέρρευσε οικονομικά, διαλύθηκε η κοινωνική ζωή του, κάθε διαμαρτυρία του την αντιμετωπίστηκε με τη βία, βίωσε αιματηρό πολιτικό διχασμό. Αρκεί να αναφέρουμε πως, με βάση επίσημα στατιστικά στοιχεία του 1921, η παιδική θνησιμότητα έφτανε στο εφιαλτικό ποσοστό του 24,47%! Ήταν πολύ φυσιολογικό οι Έλληνες στρατηγοί στο μέτωπο να διαπιστώνουν πως, ενώ το ηθικό των Τούρκων ήταν υψηλό, των Ελλήνων στρατιωτών είχε καταρρεύσει.

Ο αρχηγός του ΓΕΣ, στρατηγός Ξενοφών Στρατηγός έγραφε: «Η θέληση και η ενεργητικότητα των Ελλήνων ήταν πολύ κατώτερες από τη θέληση και την ενεργητικότητα του Κεμάλ». Με απλά λόγια, οι Έλληνες στρατιώτες από την «παλιά Ελλάδα» ένοιωθαν πως πολεμούσαν σε ξένο τόπο και για σκοπούς αλλότριους, αντίθετα οι άντρες του Κεμάλ πως υπεράσπιζαν αυτόν τον τόπο που ένοιωθαν πατρίδα τους.

-Υποστηρίζεται πως ευθύνεται για την καταστροφή σε μεγάλο βαθμό η «διχόνοια», αυτή η υποτιθέμενη «κατάρα της φυλής». Πρόκειται για διαχρονικό μύθευμα. Να θυμίσουμε πως μέχρι το 1921 στην Τουρκία δεν υπήρχε καμία «ομόνοια», δύο κυβερνήσεις υπήρχαν, του Σουλτάνου και του Κεμάλ. Επί της ουσίας, η διχόνοια στην Ελλάδα δεν αφορούσε το κύριο διακύβευμα. Υπήρχε συμφωνία σε αυτό, με εξαίρεση το Σ.ΕΚ.Ε., οι διαφοροποιήσεις αφορούσαν την επιλογή μεγάλης δύναμης ως συμμάχου και τον βαθμό εξάρτησης. Σε αυτό το δίπολο, της Μεγάλης Ιδέας από τη μία και της λογικής της εξάρτησης άλλη , εγκλωβίστηκαν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις για αυτό ακόμη κι όταν η καταστροφή φάνταζε βέβαιη, δεν επιδίωξαν κάποιον συμβιβασμό.

-Και, βέβαια, ενώ το ελληνικό μέτωπο κατέρρεε και ο κεμαλικός στρατός ήταν απασχολημένος με την εκδίωξη και τη σφαγή των Ελλήνων, τον Οκτώβριο του 1922 οι Άγγλοι καταλάμβαναν τη Μοσούλη και έθεταν υπό τον έλεγχό τους τα πετρέλαια της περιοχής, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί εξασφάλιζαν εμπορικές συμφωνίες με προνομιακούς όρους, συμφωνίες που υπέγραψαν με τον εκπρόσωπο του Κεμάλ, Μπεκίρ Σαμί Μπέη,. Ταυτόχρονα, στην περιοχή έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους οι Ηνωμένες Πολιτείες:

«Η Τουρκική Εθνοσυνέλευσις είχε εγκρίνει σύμβασιν διά της οποίας παρεχωρείτο εις αμερικανικόν όμιλον καφαλαιούχων το προνόμιον της κατασκευής σιδηροδρομικών γραμμών, κατασκευής λιμένων και ανοικοδομήσεως τουρκικών πόλεων».

Ο νέος «σερίφης» είχε έρθει στην πόλη.

 

Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, δεν ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών, ήταν η ήττα της πολιτικής γραμμής εμπλοκής της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ως μέσον για την υλοποίηση μεγαλοϊδεατικώγ οραμάτων . Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πόλεμου υπολογίζεται ότι εξοντώθηκαν περί τους 300.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής επέμβασης στη Μικρά Ασία υπολογίζεται ότι από τον στρατό του Κεμάλ βρήκαν τον θάνατο περί τους 100.000. Το σύνολο των προσφύγων που βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα μετά την καταστροφή ανέρχεται περίπου σε 1.500.000.. Μικρότερα αλλά εξίσου τραγικά νούμερα κατέγραψε και η τουρκική πλευρά.

Το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι αν και οι δύο πλευρές του Αιγαίου έχουν βγάλει τα σωστά διδάγματα, σε μια εποχή που η «γειτονιά» μας φλέγεται και η διεθνής κατάσταση έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα σημάδια δεν είναι αισιόδοξα…

πηγή dnews.gr

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή