Πέμπτη, 28 Αυγούστου 2025

Ρόουζ εναντίον Ρόουζ: Η τοξική αγάπη ως υψηλή αρχιτεκτονική

«–Μήπως παγιδευτήκαμε σε κάτι;»

Και κάπως έτσι ξεκινά μια ιστορία που μοιάζει με κιβωτό του Νώε: ένα ζευγάρι που θα μπορούσε άνετα να εξαφανίσει το ανθρώπινο είδος, αν ήταν στο χέρι του. Οι Ρόουζ δεν είναι το κλασικό ζευγάρι· ή μάλλον είναι, αλλά με τις εργοστασιακές ρυθμίσεις τους στην ένδειξη «αντισυμβατικό». Σαρκαστικοί, κυνικοί, αγενείς, λάτρεις του απαγορευμένου σεξ και της επίδειξης επιθυμιών, χωρίς δεύτερη σκέψη για το «τι θα πει ο κόσμος».

Εκείνος, ο Θίο, ερμηνευμένος από τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, αρχιτέκτονας, θέλει να χτίζει κτήρια σαν ανθρώπους: περίπλοκα, εμπνευσμένα, ενδιαφέροντα, αλλά με τον κίνδυνο να καταρρεύσουν – όπως ακριβώς και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Εκείνη, η Άιβι, ηρωίδα με το γνωστό βάθος και την καυστική γοητεία της Ολίβια Κόλμαν, επιλέγει να ζει με πάθος, ακόμα κι όταν ξέρει ότι θα την κάψει. Δοκιμάζει την τούρτα που έφτιαξε –στα υλικά της οποίας, παρεμπιπτόντως, είναι αλλεργική– και, γι’ αυτό το ρίσκο, της χτυπάει και μια ένεση αδρεναλίνης, γιατί το «να μην ξέρω τι έφτιαξα» είναι χειρότερο από το αλλεργικό σοκ.

Κι όσο τα πάθη τους ανάβουν στιγμιαία, η καθημερινότητά τους εκτροχιάζεται. Ένα ατύχημα σε αρχιτεκτονικό έργο εκείνου, μια γλυκιά αναγνώριση στη γαστρονομία εκείνης, κι όλα γυρνούν ανάποδα. Ξαφνικά, η φράση «η αποτυχία δεν είναι καθόλου σέξι» αποκτά βάρος. Η καριέρα της απογειώνεται, αλλά τα παιδιά απομακρύνονται· κι εκείνος, που ως τότε δεν είχε χρόνο, γίνεται «ο καλός μπαμπάς». Οι ισορροπίες, όπως τα κτήριά του, αρχίζουν να ραγίζουν.

«–Πώς πάει το hangover;
–Με αποσπά από τον εξευτελισμό!»

Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία γεμίζει με θραύσματα και κατεδαφίσεις: ένα αριστοτεχνικό γλυπτό οικοδόμημα ζαχαροπλαστικής που γίνεται άμορφη πλαστελίνη για να εκτονώσει η μαγείρισσα τα νεύρα της, μια χαρτοπετσέτα-οικοδόμημα που καταλήγει στον κάδο σκουπιδιών, ένα ουρανοκατέβατο πλοίο σε ταράτσα με «φουρτούνες» και, φυσικά… η ίδια τους η σχέση, ανίκανη να αντέξει στα πολλά μποφόρ της αλλαγής (όπως θα έλεγε και ο Παπανδρέου). Η σκηνοθεσία επιμένει σε αυτό το μοτίβο: κάθε οικοδόμημα, υλικό ή συμβολικό, κάποια στιγμή θα πέσει. Το ζήτημα είναι αν θα έχει αφήσει κάτι όρθιο στα θεμέλια.

Η ζηλοτυπία εδώ δεν έχει να κάνει με τρίτους ανθρώπους, αλλά με κάτι πιο ύπουλο: την προσωπική εξέλιξη. Τι γίνεται όταν ο άλλος προχωράει κι εσύ μένεις πίσω; Όταν η ισορροπία του 50-50 χάνεται; Όταν το πάθος που κάποτε ένωσε γίνεται φράγμα;

«Τι θα έλεγες για μια τρίωρη διαφωνία που δεν θα καταλήξει πουθενά;»

Κι όμως, χρόνια αργότερα, σε μια συνεδρία, βρίσκουν παράδοξα κοινό έδαφος: μια λίστα μίσους. Το μίσος τους, ειρωνικά, λειτουργεί σαν δεσμός. Αυτό είναι το μαύρο χιούμορ της ταινίας: οι Ρόουζ δεν διαλύονται επειδή μπαίνει τρίτος στη σχέση, αλλά γιατί η ίδια η αγάπη τους είναι επικαλυμμένη με τόσο πάθος που δεν χωράει σε κοινωνικά αποδεκτά καλούπια.

Το πρωταγωνιστικό δίδυμο έχει την αξιοπρεπή ευφυΐα να αφήνει χώρο στους δευτερεύοντες χαρακτήρες να ανθίσουν, αποδεικνύοντας ότι δεν χρειάζεται να «φαίνονται» πάντα για να κυριαρχούν. Ο σαρκασμός, η τοξικότητα, η καθημερινή ειρωνεία θα μπορούσαν να είναι τρόποι αποσυμπίεσης· εδώ, όμως, λειτουργούν ως υλικά που τροφοδοτούν την τελική έκρηξη.

«–Θέλω να μας χτίσεις τον ομορφότερο χώρο […] γεννήθηκες για να φτιάχνεις πράγματα […].
–Τελικά –ίσως– δεν ήμουν ένα γιγαντιαίων διαστάσεων λάθος».

Η ταινία επιλέγει να κοιτάξει τη διάλυση ενός γάμου χωρίς μελοδραματικά κλισέ, χωρίς να παίρνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου. Μας πετάει στη μέση ενός πεδίου μάχης, όπου το γέλιο, ο σαρκασμός και η σκληρότητα συνυπάρχουν με την τρυφερότητα και τη συνήθεια. Και το κάνει με χιούμορ που σε αναγκάζει να γελάς λίγο ενοχικά, σαν να παρακολουθείς κάτι που δεν θα έπρεπε.

«Μπορώ να είμαι spiritual. Έχω μαλακιστεί με τον διαλογισμό του Τσόπρα».

Οι Ρόουζ μας θυμίζουν ότι καμία σχέση δεν είναι ποτέ στατική. Όπως ένα κτήριο, χρειάζεται θεμέλια, φροντίδα, επισκευές και, μερικές φορές, γκρέμισμα για να ξαναχτιστεί αλλιώς. Η αγάπη τους δεν χάνεται· απλώς μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, πιο σύνθετο, πιο επικίνδυνο, λιγότερο «ρομαντικό» αλλά σίγουρα πιο αληθινό. Όπως και στον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα», ο θάνατος –μόνο– μπορεί να κάνει τη σχέση τους αιώνια.

Ίσως, τελικά, δεν υπάρχει «σωστός» τρόπος να αγαπάς. Υπάρχει μόνο η ικανότητα να αντέχεις τις ρωγμές, να γελάς με τις αδυναμίες, να μοιράζεσαι το μίσος όσο και την τρυφερότητα. Γιατί ο έρωτας, αν δεν έχει μέσα του και μια δόση καταστροφής, μάλλον δεν είναι έρωτας – είναι απλώς συγκατοίκηση.

Πηγή: ertnews.gr

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή