«Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης» λίγο πριν από την κρίση των 40, ξανά στις μεγάλες οθόνες

“Η ζωή μου διαλύθηκε μέσα σε λίγες μέρες. Ο Ιβάν, ο άντρας που αγάπησα τυφλά, μ’ εγκατέλειψε μ’ ένα τηλεφώνημα που δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω. Κι ενώ προσπαθούσα να πνίξω την απόγνωση μου σε ένα φλογερό γκαζπάτσο γεμάτο υπνωτικά, γύρω μου ξετυλιγόταν μια σαρωτική παρέλαση γυναικών: η φίλη μου Καντέλα, κυνηγημένη από τρομοκράτες και έρωτες, η πρώην του Ιβάν με το δικό της πάθος και οργή, κι εγώ… μια ηθοποιός φωνής που έμαθε να παίζει ρόλους, αλλά δεν ήξερε πώς να επιβιώσει χωρίς τον πρωταγωνιστή της ζωής της. Όμως όσο οι ώρες περνούσαν, κάτι μέσα μου άλλαζε θέση. Αντί να καταρρεύσω, άρχισα να ξυπνάω· και αυτό το ξύπνημα ήταν ισάξια ευχάριστο με το γκασπάτσο που είχε τη σωστή δόση υπνωτικών”. Κάπως έτσι θα παρουσίαζε την ιστορία της η Πέπα σε έναν αυτοπαθή μονόλογο. Κάπως έτσι, πλέον, μπορούμε να διαβάσουμε αυτή την πολύχρωμη κωμωδία που είναι από τα πιo “σοβαρά” παραδείγματα χαρτογράφησης της γυναικείας ψυχής από τον Μαέστρο.


Η ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ “Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης” δεν είναι απλώς μια εξωφρενική κωμωδία∙ είναι μια καταβύθιση στις πιο ακραίες και ταυτόχρονα αληθινές εκφάνσεις της γυναικείας ψυχής. Η Πέπα, έπρεπε να φτάσει στο απόλυτο προσωπικό της όριο για να αναγνωρίσει πόσο βαθιά είχα παραμελήσει τον εαυτό της για την αποδοχή ενός γυναικά ναρκισσιστή. Και αυτή είναι η επιτυχία του Πέδρο στην “κλασική εν τη γενέσει” ταινία: Οι γυναίκες, που γνωρίζουμε ότι θα πρωταγωνιστήσουν από τον τίτλο της ταινίας δεν “τρελαίνονται”∙ απελευθερώνονται μέσα από την κρίση. Ο Αλμοδοβάρ μάς επιτρέπει να θρηνήσουμε, να ουρλιάξουμε, να γελάσουμε υστερικά, χωρίς να μας μειώνει. Κι αυτό είναι η ριζοσπαστική ενδυνάμωση: να μην φοβάσαι ούτε τον πόνο ούτε το χάος που έρχεται όταν σταματάς να ζεις για τους άλλους. Κάθε γυναίκα στην ταινία βρίσκει, μέσα από την κρίση της, τον σπόρο της ανεξαρτησίας της. Ακόμα κι όταν φαίνεται πως χάνει τον έλεγχο, γιατί με στραβά πατήματα φτάνει πιο κοντά στην αλήθεια της.
Ταυτόχρονα, ο Αλμοδοβάρ πλέκει έναν λεπτεπίλεπτο φόρο τιμής στο μελόδραμα, μια μορφή κινηματογράφου που για χρόνια περιφρονήθηκε ως “γυναικείο” ή “δευτερεύον”. Μέσα από το χρωματικά πληθωρικό, θεατρικό και υπερβολικά συναισθηματικό του σύμπαν, γελάμε — μα ποτέ εις βάρος των χαρακτήρων. Το μελόδραμα εδώ δεν γελοιοποιείται, αλλά ενδυναμώνεται από την κωμωδία. Ο πόνος, ο σπαραγμός, η θλίψη, όλα αυτά που μετέτρεψαν τις πονεμένες γυναίκες σε καρικατούρες, επανευρίσκονται ως στοιχεία λυτρωτικά.
Και κάπου, από το ανοιχτό παράθυρο του ταξί που μεταφέρει την ιστορία στην τελευταία πράξη καθώς η Πέπα πάει στο αεροδρόμιο σε μια ύστατη πράξη ανιδιοτελούς αγάπης (που, λανθασμένα νομίζουμε ότι κινητοποιείται αποκλειστικά από το τυφλό πάθος της πρωταγωνίστριας), μπαίνει ένας άνεμος αλλαγής (όρος αρκετά δημοφιλής στην Ελληνική πολιτική σκηνή της τότε εποχής).

Ο Αλμοδόβαρ, όταν γυρίζει τις “γυναίκες”, ακόμα παλεύει με τις καθολικές του καταβολές και την αντικληρική του έκφραση, παράγοντας μια νέα θρησκεία στην οποία, μετά την ανάσταση έρχεται το πάθος. Η υστερία, ο έρωτας, η εγκατάλειψη, το γκαζπάτσο (μετασχηματισμένο ως θεία κοινωνία αφού τα βασικά του συστατικά είναι το κρασί και το βαθύ κόκκινο χρώμα), όλα είναι ιερά αν μας οδηγούν στη λύτρωση. Και στο σύμπαν του Αλμοδοβάρ, η λύτρωση έρχεται μέσα από την αποδοχή της συναισθηματικής μας έκρηξης, όχι την καταστολή της.
Η επιτυχία της ταινίας με τον αλλοπρόσαλλο και υπεραναλυτικό για την εποχή τίτλο, ήταν καθοριστική όχι μόνο για την Ισπανία (που, αν και αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία, σνομπαρίστηκε ως προϊόν της movida -κίνημα με στοιχεία ισπανικής πανκ και LGBTQ κουλτούρας-) αλλά και για τον ίδιο τον Αλμοδοβάρ. Οι “Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης” ήταν η πρώτη του ταινία που απέσπασε διεθνή αναγνώριση, με υποψηφιότητα για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1989. Ωστόσο, η σχέση του σκηνοθέτη με την πρωταγωνίστριά του, Κάρμεν Μάουρα, ψυχράνθηκε όταν η ίδια – όπως και άλλοι βασικοί συντελεστές – δεν ταξίδεψαν μαζί του στην τελετή απονομής, κάτι που εκείνη εξέλαβε ως προσωπική προδοσία. Η ρήξη αυτή θα τους κρατήσει σε απόσταση για χρόνια, μέχρι την επανένωσή τους στο “Γύρνα Πίσω” [“Volver” (2006)]. Παράλληλα, η ταινία λειτούργησε ως διαβατήριο για τον Αντόνιο Μπαντέρας, που έγινε παγκόσμιος αστέρας μετά την προβολή της ταινίας. Η Μαντόνα, φανατική θαυμάστρια της ταινίας, φρόντισε να γνωρίσει προσωπικά τον Αλμοδοβάρ και τον προσκάλεσε ως guest στα MTV Video Music Awards του ’89, γεγονός που βοήθησε να γίνει ευρύτερα γνωστό το “αλμοδοβαρικό” σύμπαν. Ακόμα και η Τζέιν Φόντα αγόρασε τα δικαιώματα για ένα αμερικανικό ριμέικ, το οποίο όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, πιθανόν γιατί κανείς δεν μπορούσε να αναπαραστήσει αυτό το εκρηκτικό μείγμα camp, συναισθήματος και πολιτισμικού βάθους που φέρει μόνο ο ισπανικός ήλιος και ο κινηματογραφικός φακός του Αλμοδοβάρ.
Σήμερα, “Οι Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης” παραμένουν πιο επίκαιρες από ποτέ. Ζούμε σε εποχές που η συναισθηματική εξάντληση μοιάζει με συλλογική εμπειρία. Όμως η ταινία δεν προτείνει τη σιωπή ή την “ψυχραιμία” ως λύση. Μας διδάσκει ότι το να φτάσεις στα πρόθυρα μπορεί να είναι και η αρχή της απελευθέρωσης. Ο πόνος δεν είναι ήττα, αλλά μέρος της διαδρομής προς την επανεύρεση του εαυτού. Στον πυρήνα της, η ταινία δεν μας μαθαίνει απλώς πώς να αντέχουμε, αλλά πώς να μεταμορφωνόμαστε. Και τελικά, ίσως αυτό να είναι και το πιο ριζοσπαστικό της μήνυμα: ότι μια νευρική κρίση δεν είναι το τέλος του κόσμου, αλλά η απαρχή για να φτιάξεις έναν νέο· με τα δικά σου (αλμοδοβαρικά) χρώματα (και ίσως λίγα περισσότερα ηρεμιστικά, αν το απαιτεί η συνταγογράφηση της επόμενης μέρας).


Πηγή: ertnews.gr
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης