Παρασκευή, 10 Οκτωβρίου 2025

Χρήστος Καρτέρης: Στους ναυτικούς λείπει πάντα η αλμύρα

Ο Χρήστος Καρτέρης «ανοίγει πανιά» για την Πολωνία με την ταινία του «Να φοβάσαι τ’ αστέρια του Νοτιά», που θα προβληθεί στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Πολωνίας.

Ανάμεσα στα σκουριασμένα καράβια και τα κελαηδίσματα των καναρινιών, ο Χρήστος Καρτέρης συνθέτει στο ντοκιμαντέρ «Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά» ένα τρυφερό και βαθιά ανθρώπινο πορτρέτο του μαστρο-Κώστα, ενός ναυτικού που αφιέρωσε τη ζωή του στη θάλασσα. Με κινηματογραφική γλώσσα γεμάτη σιωπές, ο σκηνοθέτης αναμετριέται με τη φθορά, τη μνήμη και τη μοναξιά, αναδεικνύοντας τις ιστορίες των «ανώνυμων» ανθρώπων που έζησαν ανάμεσα στα κύματα και στις αναμνήσεις τους.

Η ταινία, μετά την επιτυχημένη πορεία της στην Ελλάδα, ταξιδεύει τώρα εκτός συνόρων, πραγματοποιώντας τη διεθνή της πρεμιέρα στο 41ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βαρσοβίας (10–19 Οκτωβρίου 2025), όπου συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Μικρού Μήκους.

Τι σε ώθησε να αφηγηθείς την ιστορία ενός ανθρώπου που, ενώ αντιπροσωπεύει πολλούς ναυτικούς της εποχής του, δεν είναι ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο αλλά «ένας από τους χιλιάδες»;

Από παιδί ήθελα να γίνω ναυτικός, οπότε, κατά κάποιο τρόπο, η ανάγκη για αυτήν την αφήγηση ήταν εσωτερική, σχεδόν αυθόρμητη. Πάντα με συγκινούσε η φιγούρα του ναυτικού. Δεν την έβλεπα απλώς ως ένα επάγγελμα, αλλά ως έναν τρόπο ύπαρξης.

Ο μαστρο-Κώστας, με την απλότητα και τη σιωπηλή του δύναμη, μου ξύπνησε αυτή τη νοσταλγία για το ταξίδι — αυτήν τη μελαγχολία και τον ρομαντισμό. Ίσως επειδή μέσα του αναγνώρισα κάτι γνώριμο: τον ανώνυμο ήρωα, τον «έναν από τους χιλιάδες», που όμως κουβαλά μέσα του ολόκληρη τη θάλασσα.

Σε αρκετά σημεία της ταινίας επιλέγεις να αφήσεις τα «σιωπηλά» μέρη του πλοίου —τα σκουριασμένα σημεία, τα σταθερά κάδρα ή τις φωτογραφίες— να αφηγηθούν μια παράλληλη, και κάποιες φορές αντικρουόμενη, ιστορία σε σχέση με τα λόγια του κεντρικού σου ήρωα. Πώς πιστεύεις ότι αυτή η επιλογή ενισχύει την αφήγησή σου;

Η σιωπή έχει τον δικό της αφηγηματικό λόγο, ειδικά σε έναν κόσμο όπως αυτός του ναυτικού, όπου πολλά δεν λέγονται αλλά βιώνονται. Τα σταθερά κάδρα και τα σκουριασμένα μέρη του πλοίου λειτουργούν σαν καταγραφή μιας ζωής και αφήνουν το αποτύπωμά της στον χώρο. Το σκουριασμένο πλοίο υπενθυμίζει τη φθορά, τον χρόνο, τη μοναξιά. Αυτή η αντίστιξη, νομίζω, ενισχύει την αφήγηση και δίνει στον θεατή χώρο να νιώσει και να σκεφτεί — όχι μόνο να ακούσει.

Η οικογενειακή παράδοση στη θάλασσα φαίνεται να είναι ο κύριος λόγος που ο πρωταγωνιστής επέλεξε αυτό το επάγγελμα· ωστόσο, εκείνη την εποχή πολλοί «κληρονόμησαν» ένα επάγγελμα χωρίς να έχουν πραγματικά επιλογές. Θα ήθελες να το σχολιάσεις;

Ναι, πράγματι, η οικογενειακή παράδοση ήταν για πολλούς —και για τον μαστρο-Κώστα— μια σχεδόν αυτονόητη πορεία. Δεν ήταν τόσο επιλογή όσο μοίρα. Εκείνη την εποχή, ειδικά στα νησιά, το να γίνεις ναυτικός ήταν συχνά ο μόνος δρόμος. Δεν υπήρχε πρόσβαση σε όνειρα έξω από αυτό που «κληρονόμησες». Κι αυτό με αγγίζει βαθιά, γιατί πίσω από κάθε τέτοια «κληρονομιά» υπάρχει ένας άνθρωπος που ίσως δεν πρόλαβε ποτέ να αναρωτηθεί τι θα ήθελε πραγματικά.

Τι κρατάς εσύ προσωπικά ως «εμπειρία ζωής» από τη μικρή ιστορία του κεντρικού σου χαρακτήρα;

Αυτό που κρατάω από την ιστορία του μαστρο-Κώστα είναι η αίσθηση της αληθινής σύνδεσης με το παρελθόν — αλλά και με τον ίδιο τον άνθρωπο πίσω από την ιστορία. Η απλότητα και η σιωπηλή του δύναμη. Ένας καθρέφτης της εποχής του και των αθέατων πτυχών της ναυτικής ζωής.

Μετά από αυτό το κινηματογραφικό σου ταξίδι, απέκτησαν οι έννοιες «ταξίδι» ή «θάλασσα» μια νέα, διαφορετική σημασία για σένα;

Τη θάλασσα τη νιώθω σαν ένα πεδίο έντονης συναισθηματικής φόρτισης που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Και το ταξίδι, σαν ένα κίνητρο για ανακάλυψη — έναν εσωτερικό προορισμό.

Η ιστορία με τα «Καρδερινοκάναρα» έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό· όπως και οι ζωές των ναυτικών, μιλά για «ζευγαρώματα» που προκύπτουν είτε από τύχη είτε από ανάγκη. Πώς ένιωσες όταν συνειδητοποίησες ότι αυτή η αφήγηση λέει κάτι βαθύτερο από το προφανές;

Η συνειδητοποίηση αυτή με συγκίνησε, γιατί βλέπω πόσο εύκολα τα μικρά πράγματα —όπως τα ζευγαρώματα των πουλιών ή οι σχέσεις των ανθρώπων— μπορούν να παραλληλίσουν τη ζωή στο πλοίο. Τα «Καρδερινοκάναρα» έγιναν για μένα το σύμβολο μιας ανθρώπινης ανάγκης για σύνδεση. Όπως τα πουλιά βρίσκονται σε ένα κλουβί και ταξιδεύουν στο απέραντο, έτσι ένιωσα πως ήταν και ο μαστρο-Κώστας: εγκλωβισμένος μέσα σε μια απέραντη ελευθερία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η αναφορά στην αλληλογραφία και τα τηλεγραφήματα. Τι σήμαινε, τελικά, η επικοινωνία με την πατρίδα για τον κάθε ναυτικό;

Η αλληλογραφία και τα τηλεγραφήματα ήταν, για τον ναυτικό, κάτι πολύ περισσότερο από απλά μέσα επικοινωνίας. Ήταν η γέφυρα με τη ζωή που άφηνε πίσω. Κάθε γράμμα, κάθε λέξη, κάθε ασπρόμαυρη φωτογραφία που έφτανε με καθυστέρηση, κουβαλούσε μέσα της ολόκληρο τον κόσμο που του έλειπε: το σπίτι, την οικογένεια, το χωριό, τη φωνή που δεν μπορούσε να ακούσει, τα πρόσωπα που άλλαζαν όσο εκείνος ταξίδευε.

Η επικοινωνία με την πατρίδα ήταν ένας τρόπος να μη χαθεί η ταυτότητα του ναυτικού μέσα στη θάλασσα· να νιώθει πως κάποιος τον περιμένει. Αυτή η επαφή —ακόμη κι αν περιοριζόταν σε λίγες μόνο γραμμές— αρκούσε για να του δώσει δύναμη να συνεχίσει.

Εμένα με συγκίνησαν οι φωτογραφίες, τα γράμματα και τα τηλεγραφήματα, γιατί μου φάνηκαν σχεδόν ιερά: λίγες λέξεις, αλλά με τεράστιο συναισθηματικό βάρος.

Η ταινία σου ξεκίνησε ως πρότζεκτ που υπέβαλες σε ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα για την ενίσχυση νέων δημιουργών· ωστόσο, επέλεξες να το κάνεις μόνος σου για να «μην περιμένεις άλλο». Τελικά αυτή η αναμονή ενίσχυσης είναι που «φιμώνει» τα όνειρα του μέσου δημιουργού; Μήπως η λύση είναι το «Do it Yourself»;

Η μη χρηματοδότηση λειτουργεί σαν φρένο. Είναι δύσκολο να περιμένεις την «έγκριση», γιατί ο χρόνος κυλάει και μπορεί να μην έρθει ποτέ. Η έμπνευσή σου μπορεί να ξεθωριάσει και η ανάγκη να εκφραστείς να γίνεται πιο έντονη.

Σε προσωπικό επίπεδο, χωρίς άλλες διαθέσιμες επιλογές, αποφάσισα να προχωρήσω μόνος μου. Δεν ήθελα να αφήσω τη δημιουργία να σταματήσει ή να καθυστερήσει άλλο. Στράφηκα σε εναλλακτικές λύσεις και, ευτυχώς, στάθηκα τυχερός: φίλοι ιδιώτες με υποστήριξαν και με εμπιστεύτηκαν. Πίστεψαν σε αυτό το ντοκιμαντέρ — και γι’ αυτό τους ευχαριστώ από καρδιάς.

Το «Do it Yourself» είναι λύση ανάγκης. Το επιλέγεις όταν δεν έχεις άλλη διέξοδο, αλλά δεν πρέπει να μετατραπεί σε νόρμα. Γιατί όταν γίνεται κανονικότητα, τότε ο δημιουργός μένει μόνος του απέναντι σε ένα σύστημα που όλο και περισσότερο αποσύρεται από την ευθύνη να στηρίξει την τέχνη.

Θα ήθελα επίσης να επισημάνω πως, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός για τον κινηματογράφο είναι χαμηλός, ο δημιουργός αναγκάζεται να κάνει εκπτώσεις στο όραμά του. Υπάρχει πραγματική ανάγκη για περισσότερη και ουσιαστική στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου από την Πολιτεία, με περισσότερα εγκεκριμένα σχέδια, αυξημένες χρηματοδοτήσεις και ένα πιο σταθερό και ασφαλές πλαίσιο για όλους τους ανθρώπους του χώρου.

Η σκηνή στο νεκροταφείο περιέχει μια λεπτή χιουμοριστική πινελιά, όταν μια φωνή ζητά από τον παπά να ευλογήσει «έναν ακόμα τάφο». Πιστεύεις ότι τα πιο τραγικά ή βαριά στοιχεία της ζωής συχνά κρύβουν μέσα τους τέτοιες στιγμές που, μέσα από το γέλιο, μας ξαναφέρνουν στη ζωή;

Ναι, το πιστεύω πολύ αυτό. Η ζωή, ακόμη και στις πιο βαριές, σκοτεινές στιγμές της, έχει τον δικό της παράδοξο τρόπο να βρίσκει ρωγμές όπου τρυπώνει το φως. Το χιούμορ —ειδικά το λεπτό και σχεδόν αθέλητο, όπως σε εκείνη τη σκηνή στο νεκροταφείο— είναι συχνά αυτό που μας φέρνει πίσω στη ζωή, που μας θυμίζει πως, παρά τον πόνο ή την απώλεια, η καθημερινότητα συνεχίζει.

Στους ναυτικούς πάντα λείπει «ένα ακόμα ταξίδι». Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που τους προσφέρει η θάλασσα και τους κάνει να επιστρέφουν ξανά σε αυτήν;

Ο Νίκος Καββαδίας είχε γράψει: «Ζαλίζομαι στη στεριά». Νομίζω πως αυτό που προσφέρει η θάλασσα στους ναυτικούς είναι κάτι που δύσκολα εξηγείται με λόγια. Είναι ένας κόσμος ανοιχτός, απρόβλεπτος, ελεύθερος αλλά σκληρός και μοναχικός. Σαν κάτι να τους κρατά δεμένους. Τρομερό!

Το «ένα ακόμα ταξίδι» είναι, νομίζω, η ανάγκη να ξαναμπούν σε εκείνη την κατάσταση. Η θάλασσα γίνεται με τον καιρό μια εσωτερική πατρίδα. Και οι ναυτικοί, ακόμη κι όταν γυρίζουν στη στεριά, κουβαλούν πάντα μέσα τους την αίσθηση πως κάτι έμεινε μισό. Γι’ αυτό και πάντα θέλουν «ένα ακόμα ταξίδι». Τους λείπει η αλμύρα.

Η αναφορά στον βυθισμένο Άγιο Νικόλαο, σε συνδυασμό με τις ηχητικές εναλλαγές της φουρτούνας, λειτουργεί ως μια ποιητική σύνδεση με τις «τύχες» και τις ελπίδες των ναυτικών, που πάντα δοκιμάζονταν στα κύματα. Πώς εμπνεύστηκες αυτόν τον τρόπο για να κλείσεις την ιστορία σου;

Όλοι οι ναυτικοί έχουν έναν κοινό φόβο: το ναυάγιο. Και όλοι στρέφονται στην προστασία του Αγίου Νικολάου, του προστάτη τους. Ήθελα να το «ζευγαρώσω» αυτό. Η σκηνή λειτουργεί ως μεταβατικό σημείο, ως ποιητικό πέρασμα των ναυτικών προς την αιωνιότητα.

Σε προσωπικό επίπεδο, η σκηνή αυτή ήταν για μένα κι ένα αντίο. Ο μαστρο-Κώστας «έφυγε» κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και ήθελα να το αποτυπώσω κινηματογραφικά με αυτόν τον τρόπο.

Μέσα από τη συζήτηση με τον Χρήστο Καρτέρη ξεδιπλώνεται ένας δημιουργός που αναζητά την αλήθεια μέσα στη σιωπή και τη φθορά. Μιλά με συγκίνηση για τον μαστρο-Κώστα —τον «έναν από τους χιλιάδες» που κουβαλούν ολόκληρη τη θάλασσα μέσα τους— και για τη δύναμη των μικρών πραγμάτων, όπως τα «καρδερινοκάναρα» ή ένα ξεθωριασμένο τηλεγράφημα, που αποκτούν ποιητικό βάρος στην αφήγησή του. Ο σκηνοθέτης βλέπει στη θάλασσα ένα πεδίο ελευθερίας και μνήμης, αλλά και έναν καθρέφτη της ανθρώπινης μοίρας: «εγκλωβισμένη μέσα σε μια απέραντη ελευθερία». Παράλληλα, τονίζει την ανάγκη για ουσιαστική στήριξη των νέων δημιουργών, αναγνωρίζοντας πως το «Do it Yourself» μπορεί να είναι λύση ανάγκης — όχι επιλογή.

Το «Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά» δεν είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ για τους ναυτικούς, αλλά μια στοχαστική κατάδυση στη μνήμη, την απώλεια και την αέναη επιθυμία για «ένα ακόμα ταξίδι».

 

Ο Χρήστος Καρτέρης είναι σκηνοθέτης, γεννημένος το 1989 και ζει στην Αθήνα. Το 2021 διακρίθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ Μικρού Μήκους στα Βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και το 2020 με το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο 43ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, για την μικρού μήκους ταινία «Τεό, ο Γείτονάς μου». Το «Να Φοβάσαι τ’ Αστρα του Νοτιά» είναι η τέταρτη μικρού μήκους ταινία του.

«Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά»

Ντοκιμαντέρ | 26 λεπτά | 2025 | 2:39:1

• Σύνοψη ταινίας

Ο μαστρο-Κώστας, ταξίδεψε για χρόνια στους ατέλειωτους ωκεανούς ως μηχανικός στα καράβια. Έχοντας αποσυρθεί στη στεριά, με τα σημάδια του χρόνου να μεγαλώνουν, ζει ανάμεσα στις αναμνήσεις του παρελθόντος και τα κελαηδίσματα των αγαπημένων του καναρινιών.

• Σκηνοθετικό σημείωμα

Τα καράβια κρατούν μέσα τους ένα κομμάτι από τις ψυχές των ανθρώπων που τα συντρόφευσαν στα ταξίδια τους. Δεν είναι απλώς αντικείμενα, είναι συνδεδεμένα με τη ζωή. Η σκουριά, σημάδι ενός τέλους που πλησιάζει αμείλικτα. Η φθορά του χρόνου αφήνει το στίγμα της και το τέλος του ταξιδιού αναπόφευκτο. Μέσα από τις προσωπικές αφηγήσεις του μαστρο-Κώστα, μοιράζεται η ανάμνηση και μια ζωή αφιερωμένη στη θάλασσα. Τα παρατημένα καράβια σύμβολα των ξεχασμένων ονείρων και της μοναξιάς. Τα αστέρια του Νοτιά κατευθύνουν τους ναυτικούς προς το παράξενο, το επικίνδυνο, το άγνωστο και την αφόρητη ανάμνηση.

Πηγή: ertnews.gr

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή