Σάββατο, 30 Σεπτεμβρίου 2023
ΑΘΗΝΑ ΚΑΙΡΟΣ

Ο κοινωνικός έλεγχος της Δικαιοσύνης είναι κατοχυρωμένος από το Σύνταγμα

Μοιραστείτε το

Της Αγγελικής Αδαμοπούλου από την Κυριακάτικη Kontranews

Η πρόσφατη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών στην υπόθεση Λιγνάδη επανέφερε στη δημόσια σφαίρα τη συζήτηση όχι μόνο για την ποιοτική ιδιαιτερότητα, αλλά και για τον τρόπο έκφρασης και τα πιθανά όρια διείσδυσης του λεγόμενου «κοινού περί δικαίου αισθήματος» σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία.

Οι ετυμηγορίες των ποινικών δικαστηρίων σε υποθέσεις υψηλού κοινωνικού ενδιαφέροντος αναμενόμενα δοκιμάζουν τα αντανακλαστικά των πολιτών, τα οποία κατά περίπτωση εκφράζονται με ποικίλους βαθμούς ομοιομορφίας, έντασης, και νηφαλιότητας. Ούτως ή άλλως, η κοινή γνώμη σπανίως ομονοεί λεπτομερώς σε μία και μοναδική εκδοχή περί ηθικής αντίληψης· πολύ συνηθέστερα, ευρύτερες ομάδες κοινωνών καταλήγουν σε γενικότερες παραδοχές επί συγκεκριμένων ζητημάτων, και διαμορφώνουν μια κρίσιμη μάζα η οποία επιδιώκει να αρθρώσει την επιδοκιμασία ή -επί το πλείστον- την αποδοκιμασία της για την εκάστοτε δικανική κρίση. Έτσι και στην περίπτωση Λιγνάδη, η απόφαση του ΜΟΔ -κυρίως ως προς το σκέλος της χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση του καταδικασθέντος και της συνακόλουθης αποφυλάκισής του- προκάλεσε έντονους κραδασμούς που μετουσιώθηκαν σε απογοήτευση, διαμαρτυρίες, και ήπιους ακτιβισμούς.

Το «φαινόμενο ντόμινο» παρέσυρε, πάντως, και την ίδια την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία έσπευσε μάλλον απογοητευτικά -και προσφέροντας μια αρκούντως δυσοίωνη πρόγευση της θητείας του νέου Προεδρείου- να ταυτίσει αδιάκριτα τη δημόσια διαμαρτυρία με «προσβολή της προσωπικότητας» των μελών της, και την αποδώσει σε «ανοίκεια πολιτικές και μόνο σκοπιμότητες», θεωρώντας την «ξεκάθαρα ΥΠΟΚΙΝΟΥΜΕΝΗ» και αποτέλεσμα «κεντρικής πολιτικής επιλογής» προσώπων «που κινούνται στην κινηματική λογική»

Φαίνεται ότι το Προεδρείο της ΕνΔΕ ξεχνά (στην καλύτερη περίπτωση) ότι εδώ και πάνω από δύο αιώνες η «κινηματική λογική» απέδωσε σπουδαίες κατακτήσεις στον χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων, της Δημοκρατίας, και του Κράτους Δικαίου. Επίσης, επιλέγει να αναγάγει τις πλατιές διαμαρτυρίες σε προϊόν κεντρικής -και μάλιστα πολιτικήςεπιλογής, αφενός παραγνωρίζοντας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκτεταμένη λαϊκή δυσφορία είναι μάλλον βέβαιο ότι υπερβαίνει τέτοια ταυτοτικά χαρακτηριστικά, και αφετέρου υπονοώντας ότι οι (πλείστοι) δυσφορούντες λειτουργούν κατά βάση ως πειθήνια ενεργούμενα. Ευτυχώς, ωστόσο, στους κόλπους του δικαστικού σώματος υπάρχουν αρκετοί λειτουργοί που δεν συμμερίζονται αυτή την οπτική.

Επιστρέφοντας στον εισαγωγικό προβληματισμό, το κεντρικό ζήτημα είναι κατά τη γνώμη μου το εξής: είναι δεκτικές οι αποφάσεις των δικαστηρίων σε «εξωδικαστική» κριτική; Και αν ναι, τέτοια κριτική μπορεί να ασκεί ο καθένας ή «τώρα δημόσια θα έχουν μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες» κατά το γνωστό άσμα;

Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου, είχα την μεγάλη τύχη να διδαχθώ το Ποινικό Δίκαιο από τον αξεπέραστο Ιωάννη Μανωλεδάκη, έναν σπουδαίο νομικό κι ακούραστο υπέρμαχο του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων που γαλούχησε γενιές νομομαθών.

Ο αείμνηστος Μανωλεδάκης υποστήριζε ορθότατα ότι ο κοινωνικός έλεγχος της Δικαιοσύνης δεν ήταν απλώς ανεκτός, αλλά συνταγματικά κατοχυρωμένος, αφού το έργο των δικαστών και η (δεσμευτική προς όλους) δικανική τους κρίση αποτελούν έκφραση κρατικής εξουσίας η οποία πηγάζει από τον λαό (άρ. 1 Συντάγματος), ασκούνται και εκτελούνται εν ονόματί του (άρ. 26 Συντάγματος) και ως φαινόμενα του κοινωνικού βίου αποτελούν αντικείμενο των ελεύθερα εκφραζόμενων και διαδιδόμενων στοχασμών κάθε μέλους της κοινωνίας μας (άρ. 14 Συντάγματος).

Επίσης, η ίδια η συνταγματικά επιβεβλημένη (άρ. 97) συμμετοχή των ενόρκων -δηλαδή των «λαϊκών δικαστών» οι οποίοι κατά κανόνα στερούνται ιδιαίτερων νομικών γνώσεων- στα μικτά ορκωτά δικαστήρια αποτελεί πάγια πολιτειακή επιλογή η οποία θέλει σε περιπτώσεις ιδιαίτερα βαριάς εγκληματικότητας τους ίδιους τους πολίτες ενεργούς -και μάλιστα κατά πλειονότητα σε σχέση με τους τακτικούς δικαστές- συμμέτοχους της απόδοσης δικαιοσύνης. Αν το ίδιο το Σύνταγμα εμπιστεύεται στους πολίτες αυτή την ύψιστη αρμοδιότητα σε τόσο «βαριές» υποθέσεις και άρα να συνδιαμορφώσουν και με το δικό τους «περί δικαίου αίσθημα» την απόδοση δικαιοσύνης, είναι ποτέ δυνατό να συναχθεί πειστικά ότι οι πολίτες είναι προτιμότερο να σιωπούν μετά την έκδοση οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης; Προφανώς όχι.

Όπως αναφέρει ένας άλλος εξέχων νομικός, ο καθηγητής Κώστας Μπέης: «Κάθε εξουσία έχει ενδογενώς το σπέρμα της αλαζονείας, της κατάχρησης και της αυθαιρεσίας. Είναι σαν τα υγρά, που ασυγκράτητα απλώνουν προς κάθε κατεύθυνση και σπεύδουν να καταλάβουν κάθε κενό χώρο, ασκώντας πίεση σε κάθε είδους τοιχώματα να υποχωρήσουν. Από αυτόν τον κίνδυνο δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένη ούτε η δικαστική εξουσία, ως μια από τις τρεις συνταγμένες λειτουργίες της ενιαίας κρατικής εξουσίας… Εξαίρεση λοιπόν του δικαιοδοτικού έργου από τον κοινωνικό έλεγχο θα ήταν θρυαλλίδα στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος».

Η μόνη συζήτηση, λοιπόν, που μπορεί να χωρεί παραγωγικά επί του θέματος αφορά στο είδος και στα όρια της αντίδρασης των πολιτών, εν ολίγοις στην «ευπρέπεια» της διαφωνίας προς την ετυμηγορία.

* Ανεξάρτητη Βουλευτής Α’ Αθηνών

 

Σχετικά Άρθρα

Δείτε Επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή

Μην χάνετε καμία στιγμή ενημέρωσης. Παρακολουθήστε το τηλεοπτικό πρόγραμμα του Kontra Channel σε
απευθείας μετάδοση 24/7.