Απόγνωση, ματαίωση, εγκλωβισμός.
Τρεις λέξεις που θα ακούσει κανείς από τα παιδιά της γενιάς Z, συζητώντας για το πως αντιμετωπίζουν το παρόν και το μέλλον. Είναι οι νέοι και οι νέες που γεννήθηκαν από το 1981 μέχρι το 1996 και μεγάλωσαν στην εποχή της «μεγάλης ανάπτυξης» της χώρας μέχρι που ήρθε η κρίση του 2008 για να τους προσφέρει την πιο απότομη προσγείωση που έχει βιώσει γενιά ανθρώπων.
Ξαφνικά τα εφόδια που είχαν, τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά, οι ξένες γλώσσες, δεν ήταν αρκετά όχι για μία δουλειά αλλά για μία αξιοπρεπή δουλειά, οι λιγοστοί εργοδότες που μπορούσαν να κάνουν προσλήψεις τους εκβίαζαν στις συνεντεύξεις με φράσεις του τύπου «ξέρετε πόσους θα δω ακόμη σήμερα με βιογραφικά σαν το δικό σας;», ώστε να δεχτούν μισθούς πείνας, τους οποίους το 2012, σε μία αριστουργηματική εφαρμογή του newspeak, η τότε κυβέρνηση θεσμοθέτησε ως «υποκατώτατους».
Βέβαια, στα χρόνια της «βαθιάς κρίσης», αλλά και στα πρώτα χρόνια της σχετικής ανάκαμψης, η γενικότερη κατάσταση της οικονομίας είχε προκαλέσει μία σχετική συμπίεση των ειδών πρώτης ανάγκης και των ενοικίων προς τα κάτω. Όχι πως ένα νέο ζευγάρι με δύο μισθούς των 550 ευρώ μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς, αλλά επιβίωνε. Μέσα σε αυτό το κλίμα ήρθε η πρωτοβουλία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να καταργήσει το αίσχος του «υποκατώτατου» και να αυξήσει το ύψος του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ. Είναι προφανές ότι δεν ήταν το ιδανικό σενάριο, ήταν όμως το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει, λίγους μόλις μήνες μετά το τέλος της μνημονιακής εποχής και της ασφυκτικής επιτροπείας που είχε πετύχει η κυβέρνηση.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην αρχή της τρίτης δεκαετίας με μία νέα κρίση να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας, με δύο βασικές διαφορές όμως. Η κρίση του 2008 βρήκε μία κοινωνία που είχε περάσει 30 χρόνια σχετικής ευημερίας και σε έναν βαθμό υπήρχε ένα μαξιλάρι ασφαλείας για κάποια χρόνια. Από την άλλη, η παγκόσμια κατάσταση σήμερα σε συνδυασμό με την απουσία στήριξης από την κυβέρνηση έχει οδηγήσει σε πραγματικό τέλμα τους νέους, με δεδομένο και τον εμπαιγμό της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Σήμερα, λοιπόν, δύο παιδιά, με όλα τα εφόδια που είπαμε, αν είναι τυχεροί/ες, παίρνουν από 850 ευρώ. Και όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι έχουν όνειρα για το μέλλον τους, αλλά θέλουν να ζήσουν και το παρόν, να ταξιδέψουν, να διασκεδάσουν και, ίσως, να θέλουν να μεγαλώσουν την οικογένειά τους αποκτώντας ένα παιδί. Αλλά πώς να το κάνουν σε ένα δυάρι με ενοίκιο 450 Ευρώ, 200 για τις μετακινήσεις, 400 για διατροφή, 400 για λογαριασμούς και κοινόχρηστα, ενώ μένουν και 250 ευρώ για να βγει ο μήνας…
Ένα παιδί όμως είναι μεγάλη απόφαση, άσε που πλέον θα χρειαστεί και ένα επιπλέον δωμάτιο, άρα 200 ευρώ παραπάνω, για ενοίκιο, ποιος θα βοηθήσει; Οι γονείς τους, συνταξιούχοι πια, τους ξεζούμισε η κρίση οικονομικά. Η σημερινή Κυβέρνηση κατάργησε την 13η σύνταξη και ξηλώνει σταθερά όλο το πλαίσιο προστασίας που είχε θεσπίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κράτος δίνει ένα ποσό εφάπαξ, αλλά μετά τίποτα. Οι δημοτικοί βρεφικοί και παιδικοί σταθμοί δεν φτάνουν ούτε για αυτούς που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, τα ολοήμερα σχολεία είναι μετρημένα στα δάχτυλα, οι δραστηριότητες θέλουν χρόνο και χρήμα που δεν φαίνεται ότι θα έχουν για τα επόμενα χρόνια. Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον τόσο στάσιμο που θυμίζει βάλτο.
Σε αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν, η Νέα Δημοκρατία κουνά το δάχτυλο, ότι έχουμε υπογεννητικότητα, ότι δεν χρειάζονται αυτοκίνητο, ότι και οι κουβέρτες ζεσταίνουν μία χαρά και να μην παραπονιούνται και πολύ, γιατί άλλοι είναι σε χειρότερη κατάσταση. «Η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει», όπως λέει ο Αγγελάκας, κι ενώ με δυσκολία βγαίνει ο μήνας δεν παραπονιούνται σε φίλους και συγγενείς γιατί άλλοι είναι άνεργοι, άλλοι δουλεύουν περισσότερο με λιγότερα, άλλοι έφυγαν για το εξωτερικό.
Και αυτό το τελευταίο είναι που ίσως μετάνιωσαν περισσότερο, που όταν μπορούσαν δεν έφυγαν κι εκείνοι, όχι γιατί σε άλλες χώρες είναι καλύτερα, ο παράδεισος δεν υπάρχει πουθενά, αλλά γιατί εκεί τουλάχιστον βλέπεις μία αχτίδα ελπίδας, δεν σε αντιμετωπίζουν σαν να τους χρωστάς κι από πάνω. Δεν θα άκουγαν, τουλάχιστον, τον Πρωθυπουργό της χώρας να τους λέει ότι ο μισθός δεν μπορεί να ανέβει, οι τιμές δεν μπορούν να πέσουν και να κάνουν υπομονή γιατί «η Ελλάδα είναι μία χώρα με καταπληκτική ποιότητα ζωής». Πόση υπομονή και αντοχή πιά;
Από την έντυπη έκδοση της Κυριακάτικης Kontra News
* Βουλευτής Κορινθίας, Τομεάρχης Μεταναστευτικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία