Αν ο Γκιζίκης έπρεπε, για λόγους θεσμικής τάξης και συνέχειας, να παραμείνει στη θέση του, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ίσχυε το ίδιο για τη στρατιωτική ηγεσία της ύστερης χουντικής περιόδου.
Πολύ περισσότερο όταν, πέρα από τη συμμετοχή, τουλάχιστον του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, στην προετοιμασία του πραξικοπήματος ανατροπής του Μακαρίου, αποκαλύφθηκε η «γύμνια» του στρατεύματος.
Η οποία κατέστη ανάγλυφη όταν οι ανάξιοι αυτοί, για να θυμηθούμε τον Γεώργιο Παπανδρέου, στρατιωτικοί ηγήτορες «σήκωσαν ψηλά τα χέρια» και δήλωσαν αδυναμία αντίδρασης, κατά την εκδήλωση του «Αττίλα 2», της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, όταν ζήτησε ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, τη δημιουργία εκστρατευτικού σώματος, για αποστολή στην Κύπρο.
Η «σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι», ήρθε λίγο αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε ότι στρατιωτικοί σχηματισμοί, που θα έπρεπε να βρίσκονται και να επανδρώνουν ακριτικές μονάδες της Βόρειας Ελλάδας, παρέμεναν χωρίς λόγο, στο Λεκανοπέδιο, προκαλώντας εύλογες απορίες και συνειρμούς.
Χρειάσθηκε η ευθεία απειλή του πρωθυπουργού, ότι θα καταγγείλει ανοιχτά, στο λαό, απόπειρα επαναφοράς της χούντας, αλλά και η δυναμική παρέμβαση των υπουργών Εθνικής Αμυνας και Δημόσιας Τάξης, Αβέρωφ και Γκίκας αντίστοιχα, για να απομακρυνθούν οι συγκεκριμένες στρατιωτικές δυνάμεις.
Ακολούθησε η αποστράτευση όλης της στρατιωτικής ηγεσίας, υπό συνθήκες που παρέπεμπαν σε κινηματογραφική ταινία μυστηρίου και έχει περιγράψει με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο, ο Σταύρος Ψυχάρης στο βιβλίο του «Τα παρασκήνια της αλλαγής».
Οι «τελευταίοι των χουντικών», είχαν προσπαθήσει ακόμη και την ύστατη ώρα, όταν είχαν προκαλέσει την εθνική καταστροφή στην Κύπρο, να διατηρήσουν τη δυνατότητα συμμετοχής στην εξουσία, αν όχι διαιώνισης της δικτατορίας, με κοινοβουλευτικό μανδύα, στα «χνάρια» της φιλελευθεροποίησης του Παπαδόπουλου.
Δεν είναι τυχαία η σύνθεση των εκπροσώπων του παλιού πολιτικού κόσμου, που προσκλήθηκαν εκείνο το αξέχαστο μεσημέρι της 23ης Ιουλίου 1974, στο γραφείο του «Προέδρου της Δημοκρατίας», στρατηγού Γκιζίκη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των προσκληθέντων, δεν διέθεταν το παραμικρό λαϊκό έρεισμα θυμίζοντας περισσότερο το αλήστου μνήμης «Συμβούλιο του Στέμματος», παρά μια αντιπροσωπευτική έκφραση της προδικτατορικής πολιτικής ζωής.
Το κυριότερο, οι πλείστοι εξ αυτών υπήρξαν υποστηρικτές της δικτατορίας ή φιλικοί προς αυτή ή στην καλύτερη περίπτωση επέδειξαν συγκαταβατική ανοχή. Μεταξύ αυτών, για να γίνει αντιληπτό τι εννοούμε, υπήρξε ο «δοτός πρωθυπουργός» του Παπαδόπουλου, Σπύρος Μαρκεζίνης, αλλά και ο διπλωμάτης -και όχι πολιτικός- Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, που είχε διατελέσει «υπουργός Εξωτερικών» της χούντας, διαδεχόμενος τον αλήστου μνήμης Παναγιώτη Πιπινέλη!
Είναι απορίας άξιο με ποια κριτήρια προσκλήθηκαν οι ανωτέρω, όπως και άλλοι, όπως ο πρώην πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, «κατεψυγμένος πρωθυπουργός» των Ανακτόρων, στην πρώτη κυβέρνηση των αποστατών.