Τί λέει ο Τσίπρας για το 3ο Μνημόνιο: “Οι θυσίες του λαού μας δεν πήγαν χαμένες, οι εταίροι υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν σειρά όρων”
Με όρους τεχνοκρατικού πραγματισμού, η σκληρή διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015, που οι πολιτικοί μας αντίπαλοι χαρακτήριζαν συγκρουσιακή, ορισμένοι ακόμα και τυχοδιωκτική, κατέληξε σε μία νέα συμφωνία, που τα κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ελάχιστη σχέση είχαν με τις δυο προηγούμενες και αποτυχημένες φάσεις της λεγόμενης προσαρμογής.
Το Τρίτο Μνημόνιο περιλάμβανε, χωρίς αμφιβολία, μια σειρά από μέτρα λιτότητας, που δεν τα θέλαμε, αλλά υποχρεωθήκαμε να αποδεχτούμε και που τον υφεσιακό χαρακτήρα και την αρνητική τους επίδραση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία ούτε υποτίμησα ούτε έκρυψα. Από την άλλη, όμως, υποχρεώθηκε και η άλλη πλευρά, οι εταίροι, να αποδεχτούν μια σειρά από όρους, εκ των ων ουκ άνευ για εμάς.
Κατ’ αρχάς, αναγνώρισαν ρητά την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους, για την οποία μέχρι τότε ή αντέτασσαν κάθετη άρνηση ή πετούσαν την μπάλα στην εξέδρα. Αυτή ήταν μια από τις βασικές μας επιτυχίες στις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, της 12ης Ιουλίου 2015. Για πρώτη φορά, οι Θεσμοί παραδέχτηκαν χωρίς αστερίσκους ότι το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες, και δρομολόγησαν σταδιακά ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης.
Δεύτερον, υποχώρησαν στον προσδιορισμό των δημοσιονομικών στόχων και αποδέχτηκαν μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση. Η Συμφωνία του 2015 προέβλεψε μεταβατικά πρωτογενή πλεονάσματα -0,25% το 2015, 0,5% το 2016, 1,75% το 2017, και 3,5% από το 2018. Κι αυτό μας παρείχε ζωτικό δημοσιονομικό χώρο σε σύγκριση με όσα είχε αποδεχτεί η Κυβέρνηση Σαμαρά στο δεύτερο μνημόνιο: 1,5% το 2014, 3% το 2015 και 4,5% από το 2016 και μετά.
Η συνολική δημοσιονομική ελάφρυνση ήταν της τάξης του 11,5% του ΑΕΠ το διάστημα 2015-2018, δηλαδή περίπου 22 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί η ύφεση το 2015 και 2016 στο –0,3% και –0,2% αντίστοιχα, αντί για βαθύτερη ύφεση που θα προκαλούσαν πιο επιθετικά μέτρα.
Τρίτον, υπήρξε σημαντική αναδιάρθρωση θεσμικών εργαλείων. Το τρίτο πρόγραμμα συνοδεύτηκε από σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με πιο μακροπρόθεσμη στόχευση. Ξεχωρίζει η ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία αποδέσμευσε τη φορολογική διοίκηση από την πολιτική επιρροή και αύξησε τη φορολογική συμμόρφωση κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την τριετία 2016-2018. Παράλληλα, συστάθηκε το Υπερταμείο (ΕΕΣΥΠ), δίνοντας έμφαση όχι στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας, αλλά στην ενεργητική διαχείρισή της.
Τέταρτον, θεσπίστηκαν κοινωνικά αντίβαρα και υπήρξε μέριμνα για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η Κυβέρνησή μας προσπάθησε να αντισταθμίσει τα μέτρα λιτότητας με μέτρα κοινωνικής προστασίας. Το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), που θεσμοθετήθηκε το 2016, αποτέλεσε για πρώτη φορά ενιαίο μηχανισμό, που βασιζόταν σε εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λειτουργούσε με ηλεκτρονικό μητρώο και διασταυρώσεις σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, η Συμφωνία περιείχε ρήτρα για την προστασία της πρώτης κατοικίας έως το τέλος του 2018 – δικό μας επίμονο αίτημα, που βρέθηκε στο κέντρο της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς.
Επιασε τόπο το δημοψήφισμα – «Παρόμοια αρνητικά, αλλά πολύ περισσότερα θετικά»
Σε σχέση, τέλος, με την πρόταση που απέρριψε στο δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός, η Συμφωνία που υπογράψαμε τελικά είχε παρόμοια αρνητικά, αλλά πολύ περισσότερα θετικά. Η πρόταση που απορρίφθηκε εστίαζε σε άμεσες περικοπές συντάξεων και αυξήσεις ΦΠΑ, χωρίς καθαρό πλαίσιο για ελάφρυνση χρέους. Αντίθετα, το τρίτο πρόγραμμα συνοδευόταν από πακέτο 35 δισ. ευρώ, μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και του ΕΣΠΑ, για την ενίσχυση ρευστότητας και ανασυγκρότησης του παραγωγικού μοντέλου.
Συνοψίζοντας, η Κυβέρνησή μου και εγώ προσωπικά μπορεί να κατηγορηθήκαμε για πολλά την περίοδο της διαπραγμάτευσης. Και να κατηγορούμαστε ακόμα. Όποιος, όμως, δεν θέλει να είναι θύμα μιας αδίστακτης προπαγάνδας, αλλά να εξετάσει τα πράγματα με ψυχρό και αντικειμενικό μάτι, οφείλει να αναγνωρίσει πως η Συμφωνία που υπογράψαμε τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου δεν επιδέχεται, σε επίπεδο ρεαλισμού, θεσμικής ενίσχυσης και κοινωνικής αντιστάθμισης, καμιάς σύγκρισης με τις προηγούμενες.
Κατηγορήθηκα, τέλος, ότι δεν υιοθέτησα ποτέ την ιδιοκτησία του προγράμματος. Αποδέχομαι την κατηγορία. Είχα άλλη αντίληψη για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως Πρωθυπουργός όμως ήμουν υποχρεωμένος να κινηθώ με βάση τις αντιλήψεις μου, αλλά λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ανάγκες του λαού και της χώρας. Το πρόγραμμα που υπέγραψα αποτέλεσε αναμφισβήτητα έναν επώδυνο συμβιβασμό, αλλά έθεσε τα θεμέλια για την οριστική έξοδο της πατρίδας μας από τα Μνημόνια, το 2018, την πρωτοφανή ελάφρυνση του χρέους και την επιστροφή της σε τροχιά ανάκτησης της δημοσιονομικής και θεσμικής της αυτονομίας.
Οι θυσίες του λαού μας δεν πήγαν χαμένες, όπως με τα προηγούμενα προγράμματα διάσωσης. Και εντέλει, δίκαιο είναι όσοι ασκούν κριτική στη διαπραγμάτευση και το αποτέλεσμά της να μην είναι σαν τους λωτοφάγους. Να μην ξεχνούν τι έκαναν εκείνοι που είχαν ρίξει την πατρίδα στον Καιάδα, όταν εμείς δίναμε τη δύσκολη μάχη για τη σωτηρία της.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης