Πέρασε λίγο στο «ντούκου» μια αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στα εσωκομματικά.
Το μήνυμα που έστειλε στους διαφωνούντες, μετά το συντριπτικό υπέρ του αποτέλεσμα του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης απευθύνθηκε προς εκείνη την πλευρά των συντρόφων του, λέγοντάς τους πως μπορούν να συνυπάρξουν και μάλιστα ότι μπορεί, υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες περιστάσεις, να ανήκουν και εκείνοι στην πλειοψηφία, στο πλαίσιο διαφορετικών συμμαχιών.
Συνόδευσε βέβαια αυτή του την αναφορά, ένα είδος «χείρας φιλίας», με την προειδοποίηση ότι η αποδοχή της ύπαρξης ρευμάτων ιδεών δεν μπορεί να οδηγεί σε οργανωμένες ομάδες (φράξιες, στην αριστερόστροφη ορολογία) και κινήσεις αναπαραγωγής μίας ορισμένης, αμετακίνητης κάστας αξιωματούχων.
Η αναφορά αυτή του Αλέξη Τσίπρα μάς θύμισε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε ο Ανδρέας Παπανδρέου τις εσωτερικές κρίσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ και, ιδιαίτερα, το πρώτο διάστημα της ύπαρξής του.
Ο ίδιος ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ είχε χαρακτηρίσει ως «το μεγαλύτερο λάθος» του, την αποδοχή ένταξης της «Δημοκρατικής Αμυνας», ως αυτόνομης συνιστώσας, με προαποφασισμένες ποσοστώσεις στα κομματικά όργανα και αυτοδίκαιη συμμετοχή, στην κατανομή της κομματικής εξουσίας, ως οργανωμένης ομάδας.
Στην πράξη αυτό λειτούργησε διαλυτικά, δημιουργώντας αυτόνομους, ανεξέλεγκτους πυρήνες κομματικής εξουσίας, εκτός της ενιαίας συλλογικής έκφρασης.
Η αλήθεια είναι πως ο ιστορικός ηγέτης της προοδευτικής παράταξης μετήλθε πολύ πιο σκληρών μεθόδων, για να εξουδετερώσει αυτούς τους αυτόνομους κομματικούς πυρήνες και να διαμορφώσει τους όρους μιας ενιαίας, ιδεολογικά συνεκτικής και οργανωτικά συμπαγούς κομματικής δομής.
Χρειάστηκε όμως να «χυθεί αίμα», καθώς χιλιάδες στελέχη και μέλη διαγράφηκαν ή υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν.
Όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν απέκλεισε κανέναν. Από τη στιγμή που εξασφάλισε την ενιαία, όχι όμως και μονολιθική όπως πιστεύουν ορισμένοι, κομματική δομή, έδειξε ότι η πόρτα του Κινήματος, δεν είχε κλείσει οριστικά για κανένα.
Η απόδειξη ήρθε άμεσα, καθώς στις κομβικές εκλογές του Νοεμβρίου 1977, συμπεριελήφθησαν στα ψηφοδέλτια του Κινήματος, στελέχη που είχαν διαγραφεί ή αποχωρήσει, μόλις δύο χρόνια πριν.
Μεταξύ αυτών δύο σημαίνουσες φυσιογνωμίες, με ιδιαίτερη συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα, η Αμαλία Φλέμινγκ και η Μελίνα Μερκούρη, που εξελέγησαν και βουλευτές. Η δεύτερη μάλιστα έγινε η μόνιμη υπουργός Πολιτισμού, σε όλες τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου.
Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση, με το ίδιο ζιγκ-ζαγκ στην πορεία του ήταν ο δικηγόρος και αγωνιστής Χρήστος Ροκόφυλλος, που εξελέγη βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας, αργότερα δε υπηρέτησε ως πρέσβης της χώρας στο Παρίσι και σε υπουργικά αξιώματα.
Αλλα στελέχη, που επίσης είχαν διαγραφεί, επανήλθαν, σε κρατικές θέσεις, όπως ο Πέτρος Ευθυμίου, που είχε μια σύντομη θητεία στην ΕΡΤ.