Η επιλογή της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ως της μορφής πολιτειακής οργάνωσης και λειτουργίας, στη μεταδικτατορική Ελλάδα, ήταν μάλλον φυσιολογική, ταιριάζοντας στην ιδιοσυστασία της χώρας, την ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της, αλλά και την ιστορική μας παράδοση.
Στο μοναδικό διάλλειμα (εξαιρώντας τη βραχύβια θητεία του κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, στην απελευθερωμένη Ελλάδα), την περίοδο 1924-35, που επιβλήθηκε, κάτω από τις τότε ιδιαίτερες συνθήκες, η Αβασίλευτη Δημοκρατία, επιλέχθηκε αυτή η μορφή πολιτεύματος, βασισμένου στην κοινοβουλευτική αρχή και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, από την εκλεγμένη κυβέρνηση.
Γι’ αυτό άλλωστε και η απόφαση του τότε πανίσχυρου πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, για την επιλογή της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, επικροτήθηκε από όλα τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης.
Το πράγμα άρχισε να «στραβώνει», όταν, στο Σχέδιο Συντάγματος, που παρουσίασε η κυβέρνηση, στις αρχές του 1975, στο κεφάλαιο που αφορούσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ήταν τόσο και τέτοιο το εύρος των αρμοδιοτήτων, που του παραχωρούνταν, ώστε δίκαια τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ο νομικός κόσμος, αλλά και οι δημοκρατικοί πολίτες ξεσηκώθηκαν.
Εύλογα υποστηρίχθηκε πως με το εύρος των παρεμβατικών δυνατοτήτων, που παραχωρούνταν, εν είδει προνομίου, στον Ανώτατο Αρχοντα, η έννοια της Προεδρευόμενης, βασισμένης στην κοινοβουλευτική αρχή, Δημοκρατίας, «ξεθώριαζε» και επιχειρούνταν μια διολίσθηση προς την Προεδρική Δημοκρατία. Ο χαρακτηρισμός «υπερεξουσίες» που συνόδευε και συνοδεύει μέχρι σήμερα εκείνη την επιλογή, απεικονίζει με ευστοχία και πληρότητα, τη νόθα πολιτειακή πραγματικότητα, που διαμορφωνόταν.
Καθώς, την ίδια στιγμή που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «προικιζόταν» με υπερεξουσίες, που του έδιναν εκτελεστική δύναμη, τυπικά παρέμενε ένας απλός ρυθμιστής του πολιτεύματος, ένας «ανεύθυνος» Ανώτατος Αρχων.
Είναι ενδεικτικό πως, ενώ στην αρχική εκείνη μορφή του Συντάγματος, ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διέθετε αυτόνομη δυνατότητα, να προκαλέσει διάλυση της Βουλής και να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές, ο ίδιος δεν είχε καμιά επίπτωση για την ενέργεια του αυτή, ακόμη και αν οι πολίτες με την ψήφο τους, την αποδοκίμαζαν έμπρακτα.
Άλλες δε δυνατότητες, όπως η κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας ή η αναπομπή νόμων ψηφισμένων από τη Βουλή, με τον τρόπο που επιτρεπόταν να γίνουν, δημιουργούσαν συνθήκες μιας υπόγειας ή επικρεμάμενης πολιτειακής έντασης, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πολιτειακή κρίση. Η τετραετία 1981-85 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, παρά την περί του αντιθέτου επικρατούσα γνώμη.
Αντίστοιχα υπερενισχυμένη, έναντι της εκτελεστικής εξουσίας ήταν η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, παραχωρώντας του δυνατότητα ελιγμών και επιλογών, υπεράνω και αυτής της λαϊκής βούλησης, αναβιώνοντας τις καταδικασμένες μοναρχικές αντιλήψεις.