Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΑ
Εχουμε και άλλοτε επισημάνει ότι η ιστορία του ΠΑΣΟΚ, κυρίως μέσα από τις, ουκ ολίγες, κρίσεις του, είναι εξόχως διδακτική, ειδικά για τους σημερινούς επιγόνους.
Πάμε τριάντα χρόνια πίσω. Στον Μάρτιο του 1994, οπότε διεξάγεται το 4ο Συνέδριο του Κινήματος, που μόλις έχει επανακάμψει στην εξουσία, με τον ιδρυτή του να διανύει την τελευταία φάση της πρωθυπουργίας του.
Ενώ οι διαδικασίες πλησίαζαν προς το τέλος τους, σε προχωρημένη ώρα, αιφνιδιαστικά ο Κώστας Σημίτης έθεσε ζήτημα ασυμβίβαστου για τη θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής, με εκείνη του μέλους της κυβέρνησης.
Η »καμπάνα» χτυπούσε για τον Άκη Τσοχατζόπουλο, που κατείχε και τα δυο αξιώματα, αποτελούσε δε μια άτυπη ρεβάνς, του μετέπειτα πρωθυπουργού, για όσα είχαν συμβεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στο «Πεντελικό».
Η σύνθεση όσων βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα προδίκαζε την υπερψήφιση της σχετικής πρότασης, εφόσον ετίθετο σε ψηφοφορία.
Εντρομοι, τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου και του προεδρείου, αναζητούσαν τρόπους, για να αποφύγουν την ψηφοφορία, με το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.
Ενας από τους παραπάνω, ο Χρήστος Παπουτσής ανέλαβε να επικοινωνήσει με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος, αφού ενημερώθηκε, με το σπάνιο πολιτικό του αισθητήριο, αντελήφθη τη «βουή του πλήθους». Ότι μια μεθοδευμένη ματαίωση της ψηφοφορίας, θα οδηγούσε στα αντίθετα αποτελέσματα, οξύνοντας την κατάσταση. Ετσι, ζήτησε να τεθεί η πρόταση σε ψηφοφορία, όπως και έγινε, με την πρόταση του Κώστα Σημίτη να γίνεται δεκτή.
Μετά απ’ αυτό, ο Άκης Τσοχατζόπουλος επέλεξε, προφανώς σε συνεννόηση με τον πρωθυπουργό, την παραμονή στην κυβέρνηση και στη θέση του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής εκλέχθηκε, ύστερα από πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Κώστας Σκανδαλίδης.
Ενας από τους, για πολλούς, απρόσμενους πρωταγωνιστές της προχθεσινής θυελλώδους κοινής συνεδρίασης του Πολιτικού Συμβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, στο σημερινό ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Ηταν ακριβώς οι φωνές, από εκεί που πιθανότατα δεν το περίμενε, που συγκροτούσαν μια μαζική αμφισβήτηση, από τη συντριπτική πλειοψηφία των μετεχόντων, που υποχρεώνει τον Νίκο Ανδρουλάκη, να… ακούσει τη βουή του πλήθους και να πράξει ανάλογα.
Είναι προφανές, πλέον, πως δεν πρόκειται απλώς για μεμονωμένες «εκρήξεις» όσων επιδιώκουν να γίνουν «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη», πιθανότατα χωρίς να έχουν μετρήσει σωστά το μπόι τους.
Η έκταση και ένταση των αντιδράσεων και αμφισβητήσεων δείχνει, για όποιον «έχει μάτια να δει», πως το εκλογικό αποτέλεσμα της 9ης Ιουνίου, απλώς «άνοιξε το καπάκι».
Οπότε, ό,τι μέχρι τότε συζητούνταν ιδιωτικώς και χαμηλοφώνως, έγινε δημόσια κραυγή. Κοινή δε συνισταμένη αυτών είναι η αίσθηση, πως τα όρια της σημερινής ηγεσίας τοποθετούνται στο 13% παρά κάτι, της προπερασμένης Κυριακής και δεν πάει παραπάνω.
Επειδή δε το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ΚΚΕ, αλλά εκ της ιδρυτικής του συνθήκης συμπεριφέρεται και έχει λόγο ύπαρξης, ως κόμμα εξουσίας, αυτή η εκλογική καθήλωση δε μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Με τα λόγια του ποιητή, το ΠΑΣΟΚ καλείται πλέον να «κάνει ένα άλμα πιο δυνατό απ’ τη φθορά».
Το πώς και με ποιους, θα πρέπει να απαντηθεί άμεσα. Την ερχόμενη Κυριακή, στη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής.