Το έχουμε εμπεδώσει έξι χρόνια τώρα. Για τους κυβερνώντες, ό,τι και αν συμβαίνει, όποιες παθογένειες αναδεικνύονται… η κόλαση είναι οι άλλοι.
Ακόμη και την αξιολόγηση των φορέων του δημοσίου, που αποτελεί κατ’ εξοχήν δική της ευθύνη και αρμοδιότητα, τη μεταθέτει στους πολίτες, με τρόπο μάλιστα αρκούντως προβληματικό.
Του ΚΩΣΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Δεν εκπλήσσει ως εκ τούτου που και στο ζήτημα που αναδείχθηκε τις τελευταίες μέρες, με την άσκηση βίας σε πανεπιστημιακούς χώρους, ο πρωθυπουργός, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι συναρμόδιοι υπουργοί εμφανίζονται σαν σχολιαστές, παραθέτοντας «εκθέσεις ιδεών», προσχολικού σε πολλές περιπτώσεις επιπέδου, ή και ως κριτές των άλλων, εν προκειμένω των πρυτανικών αρχών, των πανεπιστημίων.
Μέχρι και ο υφυπουργός Παιδείας, αρμόδιος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, εγκαλούσε τους πρυτάνεις, γιατί… δεν δέχονται να σπάσουν αυγά, τη στιγμή που και ο ίδιος υπήρξε πρύτανης, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε ένα μεγάλο ακαδημαϊκό ίδρυμα, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που είναι από εκείνα, όπου ανθεί η βία και παραβατικότητα.
Πιστοί δε στην αρχή ότι «όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα χρόνια κοσκινίζει», στρέφουν την προσοχή αλλού… πετώντας τη μπάλα στην εξέδρα…
Γιατί αυτό κάνουν, με την ιδέα, που κατέθεσε αρχικά ως προσωπική άποψη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος (!), στη συνέχεια δε ενστερνίστηκε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, περί αποβολής των φοιτητών ή αναστολής της ακαδημαϊκής ιδιότητας, για συμμετοχή σε πράξεις βίας.
Ο υπουργός Μετανάστευσης μάλιστα το… τερμάτισε ζητώντας την επιβολή του μέτρου, χωρίς καν την ύπαρξη δικαστικής απόφασης. Αραγε ένας, πέραν των άλλων, εγκρατής νομικός όπως ο κ. Βορίδης, αγνοεί το τεκμήριο αθωότητας, ή υπερισχύει η ακραία ιδεοληπτική του συγκρότηση;
Αφήνουμε πως, όπως επισήμανε και η Αννα Διαμαντοπούλου, που έχει διατελέσει και υπουργός Παιδείας, μια τέτοια πρόταση, διατυπωμένη από την εκτελεστική εξουσία, θίγει το αυτοδιοίκητο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων.
Αλλά και επί του πρακτέου, της όποιας πειθαρχικής ή παρεπόμενης ποινής, προηγείται η δυνατότητα εντοπισμού των δραστών και παραπομπής τους στη δικαιοσύνη, με στοιχεία επαρκή και ικανά να επιφέρουν την καταδίκη τους.
Σε αυτό όμως το πεδίο, οι διωκτικές αρχές απέχουν πολύ από το να είναι αποτελεσματικές. Για να μην αναφέρουμε τις ουκ ολίγες περιπτώσεις αστοχιών, για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται.
Επειδή δε αυτές τις μέρες συνέπεσε και η επέτειος από το έγκλημα στη ΜΑΡΦΙΝ, με τη γνώριμη σπέκουλα από την κυβέρνηση και τους ακροκεντρώους φίλους της, να θυμίσουμε ότι 15 χρόνια μετά, η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη και οι δράστες κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Πέρα δε από την καταδίκη, σε αστικό επίπεδο, των υπεύθυνων της τράπεζας, για την έλλειψη των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας και όχι για ό,τι υποχρέωσε τους εργαζόμενους να προσέλθουν στην εργασία τους, υπήρξε και σύλληψη φερόμενου ως δράστη, που πανηγυρικά όμως αθωώθηκε.
Αντί λοιπόν οι διάφοροι ακροκεντρώοι, σύγχρονοι «Σοβιετολόγοι» να διατυπώνουν ασύστατους και άθλιους υπαινιγμούς, για την εικαζόμενη ταυτότητα των άγνωστων δραστών, θα ήταν πιο παραγωγικό αν έστρεφαν τα βέλη της κριτικής τους, προς εκείνους που δεν κατάφεραν να διαλευκάνουν το έγκλημα.
Μάλλον όμως αυτό είναι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει.