Η άρνηση του Γεωργίου Τερτσέτη και του Αναστάσιου Πολυζωΐδη, να
υπογράψουν την απόφαση για θανατική καταδίκη των Κολοκοτρώνη-
Πλαπούτα, που ελήφθη με την πλειοψηφία των τριών άλλων μελών του
δικαστηρίου, προκάλεσε σοκ στους σκευωρούς.
Οι Βαυαροί αντιβασιλείς και ο επίτροπος Μάσσων βρέθηκαν μπροστά
σε μία κατάσταση που δε μπορούσαν να φανταστούν. Πεπεισμένοι για
το άδικο της απόφασης, αλλά και το «στήσιμο» της όλης υπόθεσης, οι
δύο γενναίοι υπερέβησαν τους τύπους και, όχι μόνο αρνήθηκαν να
υπογράψουν, αλλά και να παραστούν στη διάσκεψη του δικαστηρίου,
για την απαγγελία της απόφασης.
Ειδικά η άρνηση του Πολυζωΐδη, δημιουργούσε ανυπέρβλητο
πρόβλημα, καθώς ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, που κατά νόμο
ήταν εκείνος που θα έπρεπε να αναγνώσει την απόφαση της
πλειοψηφίας, ώστε αυτή να είναι έγκυρη και να μπορεί να εκτελεστεί.
Αναγκάστηκαν ως εκ τούτου να αποβάλουν τα τελευταία «φύλλα
συκής» νομιμοφάνειας και επιστράτευσαν την ωμή βία, μαζί και το
κύρος του ανήλικου βασιλιά, που τον έβαλαν να υπογράψει διάταγμα,
για τη βίαιη προσαγωγή των δύο δικαστών, στο ίδιο δικαστήριο.
Κάτι που έγινε πράξη. Αλλά και μπροστά στις λόγχες των Βαυαρών
αξιωματικών, ο Πολυζωΐδης, αρνήθηκε να αναγνώσει την απόφαση.
Υποχρεώθηκε, κατόπιν τούτου, να το πράξει ο γραμματέας του
δικαστηρίου.
Η γενναία στάση των δύο άξιων δικαστικών λειτουργών δεν πήγε
χαμένη. Ο θόρυβος που προκλήθηκε, ευαισθητοποίησε το λαϊκό
παράγοντα, που με την κινητοποίησή του, υποχρέωσε τους ξένους
εξουσιαστές, να ματαιώσουν την εκτέλεση.
Τα βάσανα όμως, για τους Πολυζωΐδη-Τερτσέτη μόλις ξεκινούσαν. Από
κριτές μεταβλήθηκαν σε κατηγορούμενους, καθώς παραπέμφθηκαν σε
δίκη, με την κατηγορία της «απείθειας», μέχρι δε τη διεξαγωγή της
δίκης κρίθηκαν προφυλακιστέοι.
Ακόμη κι έτσι όμως, προκαλούσαν το φόβο στους δεσμώτες τους.
Παραμονή της δίκης τους, επισκέφθηκε τον Πολυζωΐδη, απεσταλμένος
της βαυαρικής εξουσίας, που του ζήτησε, χωρίς περιστροφές, να μη
στραφεί εναντίον των κατηγόρων του, με αντάλλαγμα την αθώωση του
και την απόδοση της ελευθερίας του.
Ο Πολυζωΐδης αρνήθηκε με περιφρόνηση την προσφορά και απέπεμψε
με σκαιό τρόπο τον απεσταλμένο.
Στο δικαστήριο δε, απολογούμενος, έπραξε το ακριβώς αντίθετο. Τα
είπε έξω από τα δόντια, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της
«ξένης ακρίδας», ιδιαίτερα δε στον αλαζόνα επίτροπο Μάσσων.
Του είπε χωρίς περιστροφές, πως ο ίδιος και οι όμοιοί του, στράφηκαν
εναντίον του Κολοκοτρώνη, όχι τόσο γιατί τον φοβούνταν, κυρίως όμως
γιατί τον μισούσαν, γι’ αυτό που ήταν και εκπροσωπούσε.
«Τον μισείτε γιατί με τον αγώνα του, μαζί με τους υπόλοιπους
οπλαρχηγούς, ελευθέρωσε την Ελλάδα και σας υποχρέωσε να
υπογράψετε την ανεξαρτησία της». Τα είπε όλα.