Του ΛΕΥΤΕΡΗ ΚΑΝΑ
Εχουμε και άλλοτε αναφερθεί στους όρους συγκρότησης της κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως τη βιώνουμε στα τελευταία πέντε χρόνια.
Όπως προκύπτει και από, τρόπον τινά, μαρτυρίες, «εξωσχολικών», εκτός δηλαδή της κομματικής δομής της ΝΔ, υποστηρικτών, η ρίζα αυτού του ρεύματος βρίσκεται στο κίνημα «Μένουμε Ευρώπη», που αναδύθηκε κατά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, που οργανώθηκε από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην ουσία, δηλαδή, το ρεύμα αυτό προέκυψε από τη θεμελιακή αντίθεση, όχι προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα απλώς, αλλά προς την ιδέα ότι μπορεί ένα κόμμα, προερχόμενο από την Αριστερά, να ασκήσει τη διακυβέρνηση της χώρας, υπό οποιασδήποτε συνθήκες.
Από την «ιδρυτική συνθήκη» επομένως, αυτού του ρεύματος, δεν προκύπτει καμιά μεταρρυθμιστική πνοή ή κεντρώα προσέγγιση, αν ως τέτοια εννοούμε τη μετριοπάθεια, την απόρριψη της οξύτητας και οποιασδήποτε μορφής εχθροπάθειας, κατά συνεπαγωγή δε, την αναζήτηση συναινέσεων και κοινών τόπων.
Αντίθετα, αυτό το ρεύμα, λειτουργώντας ως «κόμμα μέσα στο κόμμα», ως μια παράλληλη δομή, που θυμίζει πιο πολύ «τροτσκιστική παρέκκλιση», εναντιώθηκε με αξιοσημείωτη σφοδρότητα, στη μεταβατική ηγεσία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που ακριβώς προέκρινε τη μετριοπάθεια και την αναζήτηση συναινέσεων. Κι ας επρόκειτο για ένα στέλεχος προερχόμενο από το σκληρό πυρήνα της κομματικής δομής, της ΝΔ.
Δεν ήταν αυτό που ενοχλούσε, αλλά η επίδειξη μετριοπάθειας και συναινετικής διάθεσης, απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα, από τη στιγμή μάλιστα που ο τότε πρωθυπουργός έδειξε μια αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα, στη νέα μνημονιακή πραγματικότητα, που βίωνε η χώρα.
Θα παραπέμπαμε ως προς το τελευταίο, στο χθεσινό άρθρο του Μανόλη Κοττάκη, στην ΕΣΤΙΑ, ενός αρθρογράφου και συναδέλφου, που μόνο θετικά δεν διάκειται προς την Αριστερά και ειδικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρώην πρόεδρό του.
Είναι ενδεικτικό αυτό που συνέβη με τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), όπου την επί της αρχής συμφωνία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη διαδέχθηκε η κάθετη άρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά την αναπάντεχη εκλογή του τελευταίου, τον Ιανουάριο του 2016, χάρη και στη στήριξη των «εισοδιστών».
Υπό το ανωτέρω πρίσμα, η άρνηση του σημερινού πρωθυπουργού, μόνου εκ των τότε (Μάρτιος του 2015) βουλευτών της ΝΔ, να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας -όπως με δηκτικό τρόπο του θύμισε ο τότε πρόεδρος του κόμματος Αντώνης Σαμαράς- μπορεί να ερμηνευθεί και ως απόρριψη του συναινετικού κλίματος -ευρύτατης αποδοχής του προτεινόμενου- στη Βουλή.
Πόσο απέχει αυτή η αντίληψη, απόρριψης της Αριστεράς, ως ιδεολογικής πρότασης, που μπορεί να διεκδικεί την εξουσία, από τη θέση του Μάκη Βορίδη, για τις… ελαττωματικές ιδέες της, που δεν πρέπει ποτέ ξανά να επιτραπεί να συγκροτήσουν πλειοψηφική δύναμη;
Εχει άδικο μετά ο υπουργός Επικρατείας, όταν υποστηρίζει πως, σε αντίθεση με το διακινούμενο αφήγημα, ο σημερινός πρωθυπουργός έχει ενσωματώσει την ατζέντα της σκληρής -και πέραν της ΝΔ- δεξιάς;
Θα μπορούσε βέβαια να συμπληρώσει το συλλογισμό του, λέγοντας ότι αυτή είναι η ατζέντα και των «εισοδιστών».
Μερικοί εκ των οποίων διεκδικούν και τον επίζηλο τίτλο του «Σοβιετολόγου», με το μένος που δείχνουν για καθετί αριστερό ή και κεντροαριστερό.