Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου, από την «περιπέτεια του Χέρφιλντ» και η πλήρης ανάληψη των πρωθυπουργικών του καθηκόντων, κάθε άλλο παρά σε εκτόνωση και μείωση των τάσεων αμφισβήτησης οδήγησε.
Οι καταγγελίες του επανακάμψαντος πρωθυπουργού, για συμπεριφορές στελεχών, φτάνοντας μέχρι τον τότε πρόεδρο της Βουλής Γιάννη Αλευρά, μάλλον έριξαν… κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Θα το διαπίστωνε ο ίδιος ο ιστορικός ηγέτης της προοδευτικής παράταξης, όταν ο ανασχηματισμός που επιχείρησε εξελίχθηκε σε φιάσκο. Αυτή η απόπειρα, επί της ουσίας, ανασχηματισμού, σημαδεύτηκε από τις αλλεπάλληλες αρνήσεις των προτεινομένων, να αναλάβουν τα κυβερνητικά καθήκοντα που τους ανέθετε ο πρωθυπουργός, προσλαμβάνοντας πια τα χαρακτηριστικά «ανταρσίας».
Στελέχη όπως οι Κώστας Λαλιώτης, Στέφανος Τζουμάκας και Χάρης Καστανίδης παραιτήθηκαν πριν καν αναλάβουν, ακυρώνοντας τον όποιο πρωθυπουργικό σχεδιασμό.
Η αναγκαστική παραίτηση του Μένιου Κουτσόγιωργα, μετά τις εναντίον του αποκαλύψεις, ήρθε ως «κερασάκι στην τούρτα». Είχε προηγηθεί η ηχηρή αποχώρηση του Απόστολου Λάζαρη, που συνοδεύτηκε και με την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, με σοβαρές, βαριές και με υπονοούμενα καταγγελίες, αλλά και εκείνη του Στάθη Γιώτα, από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Αμυνας, με βαριές κατηγορίες για αδιαφανείς, με υπόνοια διαφθοράς, διαδικασίες στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας και τους εποπτευόμενους από το υπουργείο οργανισμούς.
Ακόμη και εκείνη η διαδικασία της πρότασης δυσπιστίας, κατά της κυβέρνησης, από τη ΝΔ, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κατέληξε σε ένα ισχυρό πλήγμα στην κυβερνητική πλειοψηφία, καθώς τρεις βουλευτές, πρώην υπουργοί, οι Αντώνης Τρίτσης, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης και Ρούλα Κακλαμανάκη, αρνήθηκαν την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την άμεση διαγραφή τους.
Καθίστατο πλέον σαφές ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, βρισκόταν σε φάση αποδρομής, χωρίς καμιά ελπίδα ανάκαμψης. Πολλοί μάλιστα προέβλεπαν μια συντριπτική ήττα, στρατηγικού χαρακτήρα, που μπορεί να οδηγούσε ακόμη και στην ολοκλήρωση του «βιοϊστορικού» κύκλου του Κινήματος, σίγουρα δε του ιδρυτή του.
Όμως, η εκτός ορίων πολεμική των αντιπάλων του, εκ δεξιών κυρίως, αλλά και εξ αριστερών, έδωσαν τη δυνατότητα στο Κίνημα και τον ιδρυτή του, να αντεπιτεθούν και να συσπειρώσουν έναν ισχυρό πυρήνα των παραδοσιακών του ψηφοφόρων.
Ετσι, η, αναμενόμενη, ήττα δεν προσέλαβε διαστάσεις συντριβής. Αντίθετα, με ένα ποσοστό κοντά στο 40%, το ΠΑΣΟΚ και ο ηγέτης του, κατέδειξαν ότι διέθεταν ανθεκτικές ρίζες στην κοινωνία.
Οι εκλογές βέβαια του Ιουνίου 1989 αποτέλεσαν ορόσημο, στη μεταπολιτευτική ζωή της χώρας, καθώς από τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις, της περιόδου 1974-‘89, με την εναλλαγή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, περνούσαμε στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών και των κυβερνήσεων συνεργασίας.