Η Πρωτομαγιά του 1976 σημαδεύτηκε από ένα γεγονός που επισκιάστηκε από μία μεγάλη απώλεια.
Δύο περίπου χρόνια, μετά την κατάρρευση της χούντας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έπεφτε νεκρός, τα ξημερώματα της 1ης Μάη 1976, ο κατά γενική ομολογία κορυφαίος αντιστασιακός Αλέκος Παναγούλης.
Ενα περίεργο τροχαίο, του οποίου οι ακριβείς συνθήκες δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί, έκοψε το νήμα της ζωής, στον πρωτομάρτυρα της αντίστασης, τον παρ’ ολίγο τυρρανοκτόνο, στα 37 του μόλις χρόνια.
Από την πρώτη στιγμή, που έγινε γνωστό το θλιβερό νέο, μετατρέποντας τη γιορτή σε θρήνο, οι υποψίες όλων στράφηκαν στην εκδοχή της εγκληματικής ενέργειας.
Η αποκάλυψη ότι ο αξέχαστος αγωνιστής, τότε ανεξάρτητος βουλευτής, είχε ασχοληθεί επισταμένα με τα περίφημα «αρχεία της ΕΣΑ» και σκόπευε να προχωρήσει σε αποκαλύψεις, που θα συντάραζαν την πολιτική ζωή, καθώς θα εξέθεταν, για επαφές ή και συνεργασία με τη χούντα, ακόμη και κυβερνητικούς παράγοντες.
Η σπουδή της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή, να προβάλλει από την πρώτη στιγμή, την εκδοχή του τροχαίου, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, μετέτρεψε την καχυποψία σχεδόν σε βεβαιότητα.
Η «αυθόρμητη» εμφάνιση, μετά από λίγες μέρες, οδηγού, που ισχυρίστηκε ότι αυτός προκάλεσε το μοιραίο τροχαίο, αντιμετωπίστηκε σχεδόν με θυμηδία, από όλους, προπάντων δε από την οικογένεια και του φίλους του νεκρού αγωνιστή.
Ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε η ύπαρξη ιχνών, που παρέπεμπαν στην παρουσία τρίτου αυτοκινήτου, που ενδεχομένως προκάλεσε το θανάσιμο τραυματισμό του Παναγούλη.
Η υπόθεση τυπικά έκλεισε με την καταδίκη σε αναστολή, του αυθορμήτως προσελθόντος.