Σε μια κεκλεισμένων των θυρών τηλεδιάσκεψη με Ευρωπαίους ηγέτες τη Δευτέρα, ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται να παραδέχθηκε για πρώτη φορά ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν «δεν είναι έτοιμος να σταματήσει τον πόλεμο» στην Ουκρανία, γιατί «πιστεύει ότι κερδίζει». Η δήλωση αιφνιδίασε τους Ευρωπαίους, που αν και είχαν αυτήν την εκτίμηση εδώ και καιρό, δεν την είχαν ακούσει ποτέ τόσο ξεκάθαρα από τον Αμερικανό πρόεδρο.
Σύμφωνα με τα όσα αποκαλύοτει η Wall Street Journal, η αλλαγή αυτή του τόνου δεν συνοδεύτηκε από αλλαγή στρατηγικής: αντί να εντείνει τις πιέσεις ή να προωθήσει νέες κυρώσεις, ο Τραμπ επανέλαβε ότι επιθυμεί τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων σε «χαμηλό επίπεδο» μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας στο Βατικανό. Όπως είπε, «δεν είναι ο δικός μου πόλεμος. Εμπλακήκαμε σε κάτι που δεν έπρεπε».

O Τραμπ είπε σε Μακρόν, Ζελένσκι και Ευρωπαίους ηγέτες ότι ο Πούτιν δεν θέλει να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία
Η συνομιλία περιλάμβανε τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον Εμανουέλ Μακρόν, τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι και την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Είχε προηγηθεί την Κυριακή άλλη μία τηλεδιάσκεψη, κατά την οποία ο Τραμπ είχε διαμηνύσει ότι ενδέχεται να υποστηρίξει κυρώσεις κατά της Ρωσίας, εφόσον αποτύχει η επιδιωκόμενη εκεχειρία.
Από τη «στροφή» στην αναδίπλωση
Η αλλαγή στάσης ήρθε τη Δευτέρα. Ο Τραμπ δεν εμφανίστηκε πλέον διατεθειμένος να προχωρήσει σε κυρώσεις. Αντίθετα, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον επιθυμεί διαβουλεύσεις στο Βατικανό, χωρίς να δεσμεύεται για ρόλο των ΗΠΑ.
Ο Ζελένσκι και Ευρωπαίοι ηγέτες ζήτησαν η όποια εκεχειρία να είναι «άνευ όρων», αλλά ο Τραμπ απέρριψε τον όρο λέγοντας ότι δεν τον χρησιμοποιεί—παρά το γεγονός ότι τον είχε γράψει δημοσίως πριν λίγες μέρες.
Η αντιπροσωπεία των ΗΠΑ θα μπορούσε να περιλαμβάνει τον Υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και τον ειδικό απεσταλμένο Κιθ Κέλογκ, αλλά ο Τραμπ εμφανίστηκε αναποφάσιστος. Οι συνομιλίες στο Βατικανό τοποθετούνται χρονικά στα μέσα Ιουνίου.
Το ευρωπαϊκό μπλοκ και ο νέος ρόλος Μερτς
Η ευρωπαϊκή πίεση προς τον Τραμπ εντάθηκε αφότου ο Φρίντριχ Μερτς ανέλαβε την καγκελαρία της Γερμανίας. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του Όλαφ Σολτς, ο Μερτς εμφανίζεται αποφασισμένος να αντιμετωπίσει πιο δυναμικά τη Ρωσία. Μαζί με Μακρόν, Στάρμερ και Τουσκ επισκέφθηκαν απροειδοποίητα το Κίεβο στις 10 Μαΐου, όπου και κάλεσαν τον Ζελένσκι να συναινέσει στην πρωτοβουλία Τραμπ, ώστε να αποκαλυφθεί η αδιαλλαξία του Πούτιν.
Από το γραφείο του Ζελένσκι κάλεσαν τότε τηλεφωνικά τον Τραμπ, εκφράζοντας πλήρη στήριξη στην πρότασή του για 30ήμερη εκεχειρία. Ο Πούτιν αντέδρασε προτείνοντας απευθείας συνομιλίες με την Ουκρανία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με χαμηλόβαθμους εκπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη—χωρίς την παρουσία του Ρώσου προέδρου και χωρίς αποτέλεσμα.
Ο ρόλος των κυρώσεων και το ευρωπαϊκό plan B
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν ελπίσει ότι, μετά την τηλεδιάσκεψη, ο Τραμπ θα υποστήριζε την επιβολή κυρώσεων κατά των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας και των τραπεζικών συναλλαγών. Ακόμη και ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ ανακοίνωσε ότι έχει συγκεντρώσει 81 υποστηρικτές στο Κογκρέσο για ένα σκληρό πακέτο κυρώσεων. Όμως η ελπίδα γρήγορα διαψεύστηκε.
Αντιλαμβανόμενοι την απροθυμία των ΗΠΑ για άμεση ανάληψη δράσης, οι Ευρωπαίοι καταλήγουν πλέον στο ότι η στήριξη προς την Ουκρανία—στρατιωτική και οικονομική—θα πρέπει να εδράζεται κυρίως στις δικές τους δυνάμεις. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, η αμερικανική πλευρά δεν θα σταματήσει τις εξαγωγές όπλων προς την Ουκρανία, εφόσον αυτές χρηματοδοτούνται από την Ευρώπη ή την ίδια την Ουκρανία.
Η παράσταση και το εσωτερικό ακροατήριο
Η τελευταία τηλεδιάσκεψη, αν και σοβαρή, δεν έλειψε από τα «απρόβλεπτα» σχόλια του Τραμπ. Εξήρε τα αγγλικά του Μερτς λέγοντας «τα αγαπώ περισσότερο με τη γερμανική προφορά», ενώ καταφέρθηκε κατά των μεταναστευτικών πολιτικών της Ευρώπης, προκαλώντας την αντίδραση του Μακρόν: «Δεν μπορείς να προσβάλλεις τα έθνη μας, Ντόναλντ».
Η ευρωπαϊκή πλευρά, αν και απογοητευμένη από την απουσία στήριξης για κυρώσεις, κρίνει ότι τουλάχιστον υπήρξε μια διαύγεια: ο Τραμπ αποδέχεται πια πως ο Πούτιν δεν θέλει ειρήνη. Πλέον, το ευρωπαϊκό στρατόπεδο αναζητεί έναν ρεαλιστικό δρόμο μέσα από τις συνομιλίες στο Βατικανό—αλλά με πλήρη επίγνωση ότι οι πρωτοβουλίες περνούν πλέον στα χέρια του.