Ταραχή στα χρηματιστήρια – Γιατί οι αγορές ξεπουλάνε τα κρατικά ομόλογα των μεγάλων χωρών
Οι επενδυτές εγκαταλείπουν τα ομόλογα των ΗΠΑ μαζί με το δολάριο και στρέφονται προς τον χρυσό, την ώρα που το χρέος του πλανήτη εκτοξεύεται στα 102 τρισ. δολάρια – Τα δυσμενή σενάρια ξυπνούν μεταπολεμικούς εφιάλτες – Οι δασμοί Τραμπ γύρισαν μπούμερανγκ για το δολάριο.
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ταραχή στα χρηματιστήρια – Γιατί οι αγορές ξεπουλάνε τα κρατικά ομόλογα των μεγάλων χωρών.
Πού οδηγεί αυτή η φρενίτιδα με την οποία οι μεγάλοι κυρίως, αλλά όχι μόνο, επενδυτές «ξεφορτώνονται» μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα, κυρίως αμερικανικά, αλλά και άλλων χωρών με ισχυρές οικονομίες και στρέφονται ταυτόχρονα προς τον χρυσό;
Η πολεμική ατμόσφαιρα και η εντεινόμενη γεωπολιτική αναταραχή σε ολοένα περισσότερα σημεία του πλανήτη είναι σαφώς μια πηγή ανασφάλειας των επενδυτών και ανάγκης να στραφούν σε ένα πιο ασφαλές καταφύγιο. Αλλά δεν αρκεί.
Γιατί, πολύ απλά, μέχρι πρότινος, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και το δολάριο ήταν ακριβώς η «νησίδα ασφαλείας» στην οποία οι ίδιοι προσέτρεχαν, όπως και στον χρυσό, σε περιπτώσεις αύξησης είτε του γεωπολιτικού ρίσκου, είτε δυσμενών εξελίξεων αναφορικά με τις προοπτικές της διεθνούς οικονομίας.
Τα αποθέματα
Σήμερα, όμως, η εικόνα «φυγής» από τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα είναι εντυπωσιακή. Για πρώτη φορά, από το 1996, σύμφωνα με το Barron’s, εβδομαδιαία έκδοση της Dow Jones & Company, και την επενδυτική εταιρεία Crescat Capital, τα παγκόσμια αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών έχουν ξεπεράσει εκείνα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων: 27% σε χρυσό και 23% σε δολάρια. Οι κεντρικές τράπεζες προτιμούν, δηλαδή, τον χρυσό ως ασφαλέστερη επένδυση και όχι το κρατικό ομόλογο της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη και το πιο ασφαλές αποθεματικό νόμισμα. Η εκτόξευση του αμερικανικού 30ετούς στο 5% σημαίνει φόβο για την αμερικανική δημοσιονομική ευστάθεια και προφανή απομάκρυνση από την εξάρτηση από το δολάριο.
Παράλληλα, η τιμή του χρυσού σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, σημειώνοντας συνεχή ιστορικά υψηλά, φτάνοντας στις 7 Σεπτεμβρίου τα 3.659 δολάρια/ουγκιά και βλέποντας ακόμα ψηλότερα. Goldman Sachs και JP Morgan προβλέπουν να φτάσει τα 4.000 δολάρια/ουγκιά στα μέσα του 2026.
Πλην των αμερικανικών, όμως, και οι αποδόσεις των 20ετών ιαπωνικών ομολόγων έφτασαν στις αρχές του μήνα στο υψηλότερο επίπεδο από το 1999, ενώ οι αντίστοιχες των 30ετών του Ηνωμένου Βασιλείου σε αντίστοιχα του 1998. Ακόμη και τα γερμανικά 30ετή σημείωσαν υψηλό 14 ετών.
Στη δίνη του κυκλώνα και τα γαλλικά κρατικά ομόλογα, με αποδόσεις ανάλογες εκείνων του 2011, στο απόγειο της κρίσης του ευρώ. Το γαλλικό 10ετές βρέθηκε στο 3,57%, έναντι 3,67% της Ιταλίας, ενώ η Ελλάδα δανείζεται με 3,50%.
Κοινός παρονομαστής του sell-off των κρατικών ομολόγων είναι η αυξανόμενη ανησυχία των επενδυτών ότι οι κυβερνήσεις μεγάλων χωρών δεν έχουν την ικανότητα να περιορίσουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες των οικονομιών τους – πρωτίστως το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα. Επιπλέον, της αδυναμίας τους να αντιμετωπίσουν τον επίμονο, ανθεκτικό πληθωρισμό και την ακρίβεια και όλα αυτά στο φόντο μιας εντεινόμενης, επεκτεινόμενης και παρατεταμένης διεθνούς γεωπολιτικής αστάθειας.
Αναλυτές της Deutsche Bank μιλούν για έναν «αργό, αλλά αμείλικτο φαύλο κύκλο»: οι υψηλότερες αποδόσεις αυξάνουν το βάρος εξυπηρέτησης του χρέους, ενώ οι αμφιβολίες για τη δυνατότητα μείωσης των ελλειμμάτων ωθούν τους επενδυτές να απαιτούν ακόμη υψηλότερο risk premium.
Ταραχή στα χρηματιστήρια – Γιατί οι αγορές ξεπουλάνε τα κρατικά ομόλογα των μεγάλων χωρών
Τα αποθέματα χρυσού των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον ξεπεράσει εκείνα των αμερικανικών κρατικών ομολόγων: 27% σε χρυσό και 23% σε δολάρια
Υπαρκτοί φόβοι
Οι φόβοι για μια παγκόσμια κρίση χρέους φαντάζουν ίσως υπερβολικοί, αλλά μόνο αστήρικτοι δεν είναι. Στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να δανειστούν αθρόα για να αντεπεξέλθουν, επιβαρύνοντας τους προϋπολογισμούς τους. Το επανέλαβαν το 2020-21 πιο εκτεταμένα, λόγω της πανδημικής κρίσης, που οδήγησε σε ξαφνική -έστω πρόσκαιρη- παγκόσμια ύφεση. Το συνολικό παγκόσμιο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έφτασε το ρεκόρ των 324 τρισ. δολαρίων το πρώτο τρίμηνο του 2025, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοδότησης.
Αλλά το κρατικό μέρος αυτού, σύμφωνα με το πιο πρόσφατο αναθεωρημένο Fiscal Monitor (Δημοσιονομική Παρακολούθηση) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αναμένεται φέτος να φτάσει το 95,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ξεπερνώντας σε απόλυτες τιμές τα 102 τρισ. δολάρια, παρουσιάζοντας αύξηση 2,8%. Με προοπτική να κινηθεί τα επόμενα χρόνια προς το 100%.
Το δυσμενές σενάριο, ωστόσο, αναφέρει κίνδυνο απότομης εκτόξευσης του παγκόσμιου κρατικού χρέους πάνω από 117% έως το 2027 «αν τα έσοδα και η οικονομική παραγωγή μειωθούν σημαντικά συγκριτικά με τις τρέχουσες προβλέψεις λόγω των αυξημένων δασμών και των εξασθενημένων προοπτικών ανάπτυξης». Δηλαδή, το χρέος θα φτάσει στο υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ευθύνες του Τραμπ
Οι οικονομικές πιέσεις που ασκούν οι αμερικανικοί δασμοί σε διάφορες χώρες και τα αντίμετρα που λαμβάνονται, με κλυδωνισμούς μπρος-πίσω σε πολλές περιπτώσεις και νέες απειλές από πλευράς Τραμπ, εν μέσω επιβράδυνσης των περισσοτέρων οικονομιών και εξάντλησης των δυνατοτήτων των κρατικών προϋπολογισμών, «ενοχοποιούνται» από τους αναλυτές για την αναστάτωση στην αγορά κρατικών ομολόγων.
Ακόμη, η πολιτική εξασθένησης του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Σύμφωνα με τον πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ και καθηγητή οικονομικών στο Χάρβαρντ Κένεθ Ρόγκοφ, «η δυσπιστία ως προς την ασφάλεια των αμερικανικών ομολόγων έχει ενισχύσει και τις αμφιβολίες για το ίδιο το δολάριο, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Καθώς το αμερικανικό χρέος εκτοξεύεται, το δολάριο παύει να φαίνεται άτρωτο, ιδιαίτερα εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας».
Το φετινό πρώτο εξάμηνο ήταν για το δολάριο το χειρότερο από το 1973, της εποχής Νίξον. Με υπεύθυνες γι’ αυτό τις εμπορικές, οικονομικές και γεωπολιτικές επιλογές του Τραμπ, που προκάλεσαν τεράστια ανασφάλεια στις αγορές. Πολλοί επενδυτές επανεξέτασαν την έκθεσή τους στο δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο δείκτης δολαρίου -ισχύς έναντι έξι βασικών νομισμάτων- σημείωσε πτώση άνω του 10% μέχρι στιγμής φέτος. «Το δολάριο έχει γίνει σάκος του μποξ της αλλοπρόσαλλης πολιτικής Τραμπ», σχολίασε ο Φραντσέσκο Πεζόλε, στρατηγικός αναλυτής συναλλάγματος στην ING. Τα στοιχεία διαψεύδουν και τους ισχυρισμούς του Τραμπ, ότι ο εμπορικός πόλεμος θα έπληττε τις άλλες οικονομίες και θα ενίσχυε το δολάριο έναντι των ανταγωνιστικών νομισμάτων. Τελικά το ευρώ έχει ενισχυθεί κατά 13% έναντι του δολαρίου.
Στους επιβαρυντικούς παράγοντες, επίσης, η εκτός ορίων παρεμβατική τακτική του Τραμπ απέναντι στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), ζητώντας επιτακτικά μείωση επιτοκίων για να αναζωογονηθεί η οικονομία, προκαλώντας όμως αντιδράσεις από τους επενδυτές. Η πρώην υπουργός Οικονομικών επί Μπάιντεν και πρόεδρος της Fed Τζάνετ Γέλεν κατήγγειλε ότι «οι συνέπειες πιθανόν θα είναι καταστροφικές». Παρομοίασε τις κινήσεις Τραμπ με εκείνες της Γερμανίας στη δεκαετία του 1920 και πρόσφατα της Αργεντινής και της Τουρκίας, προειδοποιώντας για επερχόμενο χάος: «Οι υπό πολιτική χειραγώγηση κεντρικές τράπεζες φέρνουν υψηλότερο πληθωρισμό, ασταθή ανάπτυξη και αποδυναμωμένα νομίσματα».
Η γαλλική κρίση
Προφανώς η κρίση της Γαλλίας, οικονομική και πολιτική, απειλεί και την ίδια και την Ευρώπη. Η οικονομία της χώρας παραμένει ανθεκτική, αλλά εν μέσω της χαώδους κατάστασης μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού και την κοινωνική αναταραχή, ολοένα δυσκολεύει η αναχαίτιση της πορείας της προς τον πλήρη δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Το χρέος καλπάζει ανεξέλεγκτα, στα 3,56 τρισ. ευρώ. 118,1% του ΑΕΠ, το 3ο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη και βαδίζει προς το 126% του χρόνου. Το έλλειμμα στο 5,6%. Ο πρώην Επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί, σήμερα πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατηγόρησε τον Μακρόν ότι 1 τρισ. χρέους προστέθηκε επί της θητείας του.
Τα περί προσφυγής στο ΔΝΤ στερούνται βάσης, αλλά ο μόνος τρόπος για να παραμείνει η χώρα σε επαφή με τις αγορές είναι σκληρά μέτρα λιτότητας. Ομως η Εθνοσυνέλευση καταψήφισε το πακέτο μέτρων Μπαϊρού των 43,8 δισ., ενώ οι πολίτες τα απορρίπτουν και μάλιστα στους δρόμους.
Οσο δεν διαφαίνεται ρεαλιστική δημοσιονομική διέξοδος, τόσο ο γαλλικός δανεισμός θα γίνεται δυσκολότερος. Και ακριβότερος. Η Γαλλία, βεβαίως, διαθέτει ακόμα αξιοπιστία στις αγορές, μακρές ωριμάσεις χρέους, στο βάθος υπάρχουν ΕΚΤ και ESM προς αρωγή, αλλά δεν παύει να βρίσκεται στη ζώνη κινδύνου. Το κόστος δανεισμού της είναι υψηλότερο από της Ελλάδας και σχεδόν παρόμοιο με αυτό της Ιταλίας.
Οι πληρωμές τόκων στη Γαλλία θα φτάσουν τα 67 δισ. ευρώ φέτος, από 59 δισ. το 2024, και προβλέπεται να ξεπεράσουν τα 100 δισ. έως το 2029. Η ασταμάτητη αύξηση του κόστους δανεισμού διαρκώς επιβάλλει μεγαλύτερες περικοπές δαπανών, που μόνο στην εξαγγελία τους πυροδοτούν την πολιτική κρίση.
Για να σταματήσει αυτός ο φαύλος κύκλος, το Κρατικό Συμβούλιο Οικονομικής Ανάλυσης εκτιμά πως η χώρα πρέπει να πετύχει μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα, πριν από την πληρωμή τόκων, ύψους 1% του ΑΕΠ. Κυρίως από περικοπές δαπανών, καθώς ήδη η φορολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε. Ομως, η Γαλλία κατάφερε να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα μόνο μία φορά τα τελευταία 30 χρόνια.
Η κρίση στη Γαλλία πυροδοτεί ανησυχίες για μετάδοση της οικονομικής αβεβαιότητας στην Ευρωζώνη, καθώς η αναταραχή μπορεί να μεταδοθεί μέσω των χρηματοοικονομικών καναλιών, πιέζοντας τις ευρωπαϊκές αποδόσεις, ακόμη και τις τράπεζες.
Η Βρετανία
Την ίδια ώρα, η κρίση δημόσιου χρέους και ελλείμματος χτύπησε την πόρτα και της Βρετανίας. Τα μεγέθη της οικονομίας της επιδεινώνονται ραγδαία, οι προβλέψεις δείχνουν ογκώδες δημοσιονομικό έλλειμμα ύψους 58 δισ. ευρώ φέτος, ενώ το χρέος σκαρφάλωσε στο 103,9% του ΑΕΠ (3,7 τρισ. δολάρια) και τα μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα απογειώθηκαν.
Και εκτιμάται ότι αν δεν ληφθούν εγκαίρως περιοριστικά μέτρα, το χρέος θα εκτοξευτεί περαιτέρω. Ομάδα οικονομολόγων προειδοποίησαν ήδη, εν όψει του νέου προϋπολογισμού, τον πρωθυπουργό Κιθ Στάρμερ και την υπουργό Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς ότι οδηγούν ολοταχώς την οικονομία στον δρόμο του 1976, επί Κάλαχαν, και στην προσφυγή στο ΔΝΤ. Μια προειδοποίηση υπερβολική, αλλά η συμπεριφορά των επενδυτών, οι οποίοι ξεπουλάνε μακροπρόθεσμα βρετανικά ομόλογα, ωθώντας τις αποδόσεις στα υψηλότερα επίπεδα του 21ου αιώνα, είναι πραγματικό γεγονός.
Το «ολλανδικό σοκ»
Η ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων έχει μπροστά της ακόμη μία μεγάλη πρόκληση. Την 1η Ιανουαρίου 2026 ξεκινάει η μετάβαση 36 ολλανδικών ταμείων που διαχειρίζονται κεφάλαια 1,8 τρισ. ευρώ στο νέο συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, το ισχυρότερο σήμερα στην Ευρωζώνη. Στόχος, η προσαρμογή στις δημογραφικές πιέσεις, αλλά και στις νέες συνθήκες της αγοράς εργασίας.
Ποιο είναι το θέμα; Αλλάζουν οι κανόνες αντιστάθμισης κινδύνου. Οι συντάξεις θα περάσουν από το μοντέλο καθορισμένων εγγυημένων συνταξιοδοτικών παροχών σε εκείνο των καθορισμένων εισφορών, στο οποίο ο ασφαλισμένος φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο. Αυτό προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και προσωποποιημένη παρακολούθηση της σύνταξης, αλλά στην πράξη οι απολαβές του ασφαλισμένου εξαρτώνται από τις αποδόσεις των επενδύσεων και όχι από κάποια προαποφασισμένη παροχή.
Τούτο αναμένεται να οδηγήσει σε μαζική μείωση θέσεων σε μακροπρόθεσμα swaps. Η Ολλανδία κατέχει πάνω από το 50% των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων στην Ευρωζώνη, με περίπου 300 δισ. ευρώ τοποθετημένα σε ευρωπαϊκά ομόλογα.
Με το νέο σύστημα θα αλλάξει ριζικά το επενδυτικό αποτύπωμα των ταμείων. Δεν θα χρειάζονται κρατικά ομόλογα 30-50 ετών για να καλύψουν μελλοντικές υποχρεώσεις. Αντίθετα, θα στρέφονται προς επενδύσεις υψηλότερων αποδόσεων, όπως μετοχές, αναφέρει ανάλυση του Bloomberg.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Rabobank, θα πουλήσουν μακροπρόθεσμα κρατικά ομόλογα 127 δισ. ευρώ, κυρίως γερμανικά, γαλλικά και ολλανδικά, κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Τούτο θα οδηγήσει σε άνοδο των αποδόσεων των 30ετών ομολόγων.
Κατά τα άλλα, η Ολλανδία έχει χρέος στο μόλις 43,3% του ΑΕΠ, 540 δισ. σε απόλυτες τιμές. Το οφείλει στη σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία.
Ταραχή στα χρηματιστήρια – Γιατί οι αγορές ξεπουλάνε τα κρατικά ομόλογα των μεγάλων χωρών
Στην Ελλάδα οι επενδυτές παραμένουν ψύχραιμοι, οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων διατηρούνται στα ίδια περίπου επίπεδα (3,3%-3,4%), το ίδιο και ο Γενικός Δείκτης στο Χ.Α.
Ο παγκόσμιος χάρτης του χρέους
Οκτώ από τις μεγάλες οικονομίες έχουν ήδη περάσει τον πήχη του 100% χρέους/ΑΕΠ: ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ιταλία, Γαλλία, Καναδάς, Βέλγιο, Βρετανία, Ισπανία. Μόνο το αμερικανικό δημόσιο χρέος ανήλθε στα 36,2 τρισ. δολάρια το 2024 (34,5% του παγκόσμιου), στο Νο 1 της παγκόσμιας λίστας σε απόλυτες τιμές και στο 122% του ΑΕΠ. Πέρσι, μόνο, οι ΗΠΑ πλήρωσαν 900 δισ. δολάρια σε τόκους. Τα 3/4 (27,2 τρισ.) τα κατέχουν στο εσωτερικό της χώρας, ενώ οι ξένοι επενδυτές κατέχουν το υπόλοιπο 1/4, αξίας 9,05 τρισ. δολαρίων.
Η Moody’s αφαίρεσε από τις ΗΠΑ την κορυφαία πιστοληπτική τους βαθμολόγηση τον περασμένο Μάιο, επικαλούμενη φόβους ότι τα διαρκώς διογκούμενα χρέος και έλλειμμα θα βλάψουν τη θέση της χώρας ως προνομιακού προορισμού για το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Τούτων δοθέντων, έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη μείωση των κρατικών δαπανών, κυρίως με το αμφιλεγόμενο DOGE του Ελον Μασκ, χωρίς επαρκές αποτέλεσμα προσώρας. Μασκ και Τραμπ συγκρούστηκαν σφοδρά, επίσης, για τον «ριζικό νόμο για τη φορολογία και τις δαπάνες», που αναμένεται να διογκώσει το χρέος, προσθέτοντας 3,4 τρισ. δολάρια στο έλλειμμα κατά την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Congressional Budget Office. Κάτι που όχι απλά αποθαρρύνει, αλλά πανικοβάλλει τους επενδυτές σε αμερικανικά ομόλογα.
Από τις άλλες μεγάλες οικονομίες, σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Ιαπωνία έχει τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη χρέους, με 234,9% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί σε 10,2 τρισ. δολάρια. Προηγείται μόνο το φτωχό Σουδάν, με 252%, λόγω του πολύχρονου εμφυλίου πολέμου. Η Ιαπωνία, όμως, διατηρεί την πιστοληπτική της ικανότητα στην ανώτερη κατηγορία, κυρίως επειδή το χρέος της διακρατείται κυρίως σε γεν, στο εσωτερικό της χώρας, πρωτίστως από τις ιαπωνικές τράπεζες. Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του αμφισβητείται. Η χώρα βρίσκεται σε νέα πολιτική κρίση, η οικονομία συρρικνώθηκε το 1ο τρίμηνο φέτος και το μακροχρόνιο κόστος δανεισμού της αυξήθηκε σε υψηλό 20ετίας.
Η Αυστραλία, εξάλλου, με χρέος μόλις 50,9% του ΑΕΠ, βρέθηκε ανάμεσα στις χώρες που τα πολυετή ομόλογά τους δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις. Ο λόγος ότι ο δείκτης του χρέους της ανεβαίνει ραγδαία, από μόλις 10% στη δεκαετία του 2000, η ταχύτερη αύξηση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, προκαλώντας ανησυχίες μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του.
Διαχειρίσιμο θεωρείται το χρέος της Νότιας Κορέας (54,5% του ΑΕΠ), αν και διπλασιάστηκε από το 2005. Πίεση δέχεται το επίσης χαμηλό χρέος του Μεξικό (60,7% του ΑΕΠ), καθώς πλην ενός διετούς σημαντικού δημοσιονομικού ελλείμματος σήμερα δέχεται και τις επιπτώσεις των δασμών Τραμπ.
Η Γερμανία είναι «αμόλυντη» έως τώρα από μια κρίση χρέους (2,95 τρισ., στο 65,4% του ΑΕΠ), καθώς τηρεί με ευλάβεια τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Η οικονομία της, όμως, παραμένει σε στασιμότητα επί μια διετία. Η βιομηχανική υστέρηση και η έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων ιδιαίτερα στις υποδομές σε συνδυασμό με τη θεαματική αύξηση των δαπανών για την άμυνα αναμένεται να αυξήσουν τον λόγο χρέους/ΑΕΠ.
Η Ιταλία συνεχίζει να συσσωρεύει χρέος, φτάνοντας στα 3,25 τρισ. δολάρια, στο 137,3% του ΑΕΠ της, το οποίο καθίσταται όλο και πιο δύσκολα βιώσιμο, καθώς η ανάπτυξη παραμένει στάσιμη. Ωστόσο, εμφανίζει καλύτερη εικόνα σε άλλα οικονομικά μέτωπα, καθώς και πολιτική σταθερότητα. Η κυβέρνηση Μελόνι προβλέπεται να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα από 4,3% του ΑΕΠ πέρυσι, στο 2,8% το 2026, κάτω από το όριο 3% της Ε.Ε.
Οι BRICS
Σε χαμηλή θέση χρέους η Ρωσία με 21,4% του ΑΕΠ, αλλά αυξανόμενο λόγω μείωσης εσόδων από τα καύσιμα και αυξανόμενων αμυντικών δαπανών εξαιτίας του κόστους του πολέμου στην Ουκρανία. Ακόμη και η Τουρκία, με 26,7% του ΑΕΠ, όμως με μεγάλο μέρος του χρέους σε ξένο νόμισμα, γεγονός που το καθιστά ευάλωτο στην αστάθεια του νομίσματος και τον υψηλό πληθωρισμό, που τη μαστίζουν.
Στην Ινδία με χρέος 80,4% του ΑΕΠ, στα 3,2 τρισ., η κυβέρνηση Μόντι σχεδιάζει μείωση στο 50% έως το 2031, μέσω πολύ αυξημένων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Το χρέος της Βραζιλίας (92% του ΑΕΠ) αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω των κοινωνικών δαπανών.
Η Κίνα, με χρέος σήμερα 96,3% του ΑΕΠ, στα 16,4 τρισ. και την οικονομία της σε επιβράδυνση, αποτελεί ιδιαίτερα κρίσιμη περίπτωση. Στο Πεκίνο προχωρούν σχέδια για αύξηση του μακροπρόθεσμου χρέους από 370 δισ. δολάρια σε 2,1 τρισ., με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης ώστε να επέλθει έτσι μείωση του συνολικού χρέους. Στρατηγική, πάντως, υψηλού ρίσκου. Ηδη οδήγησε σε ένα χρόνο σε αύξηση του χρέους κατά 8 μονάδες (από 88,3% πέρυσι). Τα δημοσιονομικά ελλείμματα της Κίνας αναμένεται να αυξηθούν απότομα φέτος στο 8,6% του ΑΕΠ, από 7,3% πέρυσι.
Οι ελληνικές άμυνες
Η σταθερότητα των τιμών των ελληνικών ομολόγων υποδηλώνει την εμπιστοσύνη των αγορών στα άλματα προόδου της οικονομίας τα τελευταία χρόνια, της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και της σταθερότητας των αντίστοιχων μεγεθών της, την ώρα που υπεραποδίδει έναντι των ευρωπαϊκών. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν, το ελληνικό χρέος θα υποχωρήσει στο 146,6% φέτος και στο 140,6% το 2026, από 153,6% πέρυσι.
Ετσι οι σημερινοί κίνδυνοι είναι περιορισμένοι. Η έκθεση των ελληνικών συστημικών τραπεζών σε γαλλικά ομόλογα είναι χαμηλή. Η Ελλάδα, παρά το υψηλό χρέος της, δανείζεται σήμερα φθηνότερα από τη Γαλλία, καθώς κινείται εδώ και μια 7ετία εντός προγράμματος δημοσιονομικής πειθαρχίας, με σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Εμφανίζει σημαντικό πλεόνασμα στον Προϋπολογισμό της, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πληρωμές τόκων. Ετσι, οι επενδυτές παραμένουν ψύχραιμοι, οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων διατηρούνται στα ίδια περίπου επίπεδα (3,3%-3,4%), το ίδιο και ο Γενικός Δείκτης στο Χ.Α.
Η χώρα αναμένεται να συνεχίσει και το 2026 να σημειώνει δημοσιονομικό πλεόνασμα και να περιορίζει τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ. Ακόμη, αναμένονται συνέχιση της ανάπτυξης πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, υποχώρηση του πληθωρισμού, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος εν μέσω σημαντικά μειωμένης ανεργίας, καθώς και -λογικά- μείωση του κόστους δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Η επιμονή στη δημοσιονομική σταθερότητα και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα συμβάλει στην περαιτέρω θωράκισή της απέναντι στους εξωτερικούς κινδύνους.
Ομοιότητες και διαφορές
Βασική ομοιότητα, των περιπτώσεων της σημερινής Γαλλίας και της Ελλάδας της προηγούμενης δεκαετίας, το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, που συνεχώς ανατροφοδοτείται και αυξάνεται από νέα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και τόκους, σε περιβάλλον ισχνής οικονομικής ανάπτυξης, οπότε ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ μεγεθύνεται περαιτέρω. Και ακόμη, η πολιτική παράμετρος, με τις κυβερνήσεις να δυσκολεύονται να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν δυσάρεστα μέτρα.
Στις διαφορές, ότι όταν η Ελλάδα αντιμετώπιζε την κρίση χρέους, δεν υπήρχε μηχανισμός στήριξης για να την ενισχύσει, ενώ είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Υποχρεώθηκε, έτσι, σε τρία σκληρά μνημονιακά προγράμματα λιτότητας για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό και να μη χρεοκοπήσει. Κάτι τέτοιο θεωρείται αδύνατο να συμβεί στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Στην αδιανόητη περίπτωση που η Γαλλία απολέσει την εμπιστοσύνη των αγορών, τα spreads θα απογειωθούν πανευρωπαϊκά. Θα μοιάζει με πυρηνική βόμβα που θα χτυπήσει το Παρίσι και οι καταστροφικές συνέπειές της θα διαχυθούν σε όλη την Ευρωζώνη.
πηγή Πρώτο Θέμα
Σχετικά Άρθρα
31/10/2025 - 22:00
31/10/2025 - 20:48
Δείτε επίσης