Η κυβέρνηση Τραμπ έβαλε στο ράφι τις τελευταίες εβδομάδες μια διυπηρεσιακή ομάδα εργασίας που είχε συστήσει για να διαμορφώσει στρατηγικές άσκησης πιέσεων προς την Ρωσία με σκοπό να επιταχύνει τις ειρηνευτικές συνομιλίες με την Ουκρανία, σύμφωνα με τρεις Αμερικανούς αξιωματούχους.
Η εν λόγω ομάδα, η οποία συστάθηκε νωρίτερα την άνοιξη, έχασε το νόημα της ύπαρξης τον Μάιο, καθώς γινόταν όλο και πιο σαφές στους συμμετέχοντες σ’ αυτήν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν ενδιαφερόταν να υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στη Μόσχα, δήλωσαν οι αξιωματούχοι.
Η διάλυση της ομάδας εργασίας, η ύπαρξη της οποίας δεν είχε αναφερθεί προηγουμένως, είναι πιθανό να κλιμακώσει τις ανησυχίες των Ευρωπαίων συμμάχων σχετικά με τον κατά καιρούς διαλλακτικό τόνο του Τραμπ προς τη Ρωσία και την απροθυμία του να εκφράσει την πλήρη υποστήριξή του προς την Ουκρανία.
Το τελικό πλήγμα για την ομάδα εργασίας ήρθε πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, όταν τα περισσότερα μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (NSC) του Λευκού Οίκου -συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της ομάδας που ασχολείται άμεσα με τον πόλεμο στην Ουκρανία- απολύθηκαν στο πλαίσιο μιας ευρείας εκκαθάρισης, σύμφωνα με τους τρεις αξιωματούχους.
Σύμφωνα με τους αξιωματούχους, η ομάδα εργασίας οργανώθηκε και συντονίστηκε από υψηλόβαθμα στελέχη του NSC, αν και συμμετείχαν άτομα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το Υπουργείο Οικονομικών, το Πεντάγωνο και την κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών. Μεταξύ αυτών που εργάζονταν στην προσπάθεια ήταν ο Άντριου Πικ, ο κορυφαίος αξιωματούχος του NSC για την Ευρώπη και τη Ρωσία, ο οποίος απομακρύνθηκε τον Μάιο.
Η διάλυση της ομάδας έγινε μετά την αναστολή τον Μάρτιο των εργασιών ορισμένων αμερικανικών υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας για μια συντονισμένη προσπάθεια αντιμετώπισης των ρωσικών επιχειρήσεων σαμποτάζ και παραπληροφόρησης, όπως είχε αναφέρει τότε το Reuters.
Ωστόσο, ο Τραμπ θα μπορούσε να επιλέξει να υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στη Ρωσία, ανεξάρτητα από την τύχη της ομάδας εργασίας, η οποία συστάθηκε για να αναπτύξει επιλογές για τον πρόεδρο «εάν ήθελε να γίνει πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία», δήλωσε ένας από τους αξιωματούχους.
Ορισμένοι σύμμαχοι του Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Λίντσεϊ Γκράχαμ, έχουν ταχθεί δημοσίως υπέρ ενός εκτεταμένου νέου γύρου κυρώσεων κατά της Μόσχας, επικαλούμενοι την ουσιαστική απόρριψη από το Κρεμλίνο των αμερικανικών προτάσεων για κατάπαυση του πυρός και τις συνεχείς ρωσικές επιθέσεις εναντίον μη στρατιωτικών στόχων ως απόδειξη της ανυποχώρητης στάσης του Πούτιν.
Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι εξετάζει τέτοια μέτρα, αλλά έχει επίσης κατηγορήσει τακτικά και τις δύο πλευρές για τις συνεχιζόμενες εχθροπραξίες.
Ο Λευκός Οίκος δεν ανταποκρίθηκε σε αίτημα να σχολιάσει το θέμα, ούτε επίσης το υπουργείο Οικονομικών, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο.
Η ουκρανική και η ρωσική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον επίσης δεν ανταποκρίθηκαν σε αιτήματα για να σχολιάσουν τον θέμα.