Πέμπτη, 25 Δεκεμβρίου 2025

Η Ρωσία αναγκάζει την Ευρώπη να αντιμετωπίσει την αλήθεια: Ο κίνδυνος πολέμου είναι και πάλι υπαρκτός

Όταν μια ομάδα ειδικών στον τομέα της άμυνας συγκεντρώθηκε στο Ανάκτορο Γουάιτχολ, την έδρα της βρετανικής κυβέρνησης, τον περασμένο μήνα για να συζητήσουν πόσο προετοιμασμένοι ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι σύμμαχοί του για έναν πόλεμο που πιστεύουν ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει τα επόμενα χρόνια, η ετυμηγορία τους ήταν αρκετά ζοφερή: Δεν είναι.

Όσοι έδωσαν το «παρών» στο συνέδριο, που διοργανώθηκε από το think tank Royal United Services Institute (RUSI) με έδρα το Λονδίνο, δεν ήταν πολεμοκάπηλοι. Ήταν άνθρωποι με γνώσεις από όλα τα πεδία. Νυν και πρώην μέλη των ενόπλων δυνάμεων, κυβερνητικοί και ΝΑΤΟϊκοί αξιωματούχοι, ερευνητές και επαγγελματίες της αμυντικής βιομηχανίας, των οποίων η ανησυχία βασίζεται στην ευρέως αποδεκτή εκτίμηση των μυστικών υπηρεσιών ότι η Ρωσία προετοιμάζεται για την πιθανότητα μιας άμεσης σύγκρουσης με την Ευρώπη.

Ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί αυτό, υπογραμμίζουν, είναι να διασφαλιστεί ότι εάν ξεσπάσει πόλεμος, η Ευρώπη θα νικήσει.

Οι περισσότερες επενδύσεις στη χρόνια υποχρηματοδοτούμενη ευρωπαϊκή άμυνα είναι το κλειδί, αλλά οι ειδικοί ασφαλείας προειδοποιούν όλο και περισσότερο ότι απαιτείται μια μεγάλη αλλαγή νοοτροπίας σε όλους τους τομείς. Είναι καιρός, λένε, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να πείσουν τους πολίτες τους να συμμετάσχουν και να καταστήσουν σαφές ότι η εποχή που η Ευρώπη μπορούσε να αγνοήσει την απειλή του πολέμου έχει τελειώσει.

«Νομίζω ότι υπάρχει μια ένδειξη ότι οι κοινωνίες είναι πρόθυμες να κάνουν αυτήν τη συζήτηση, αλλά νομίζω ότι βλέπουμε επίσης κυβερνήσεις που δεν είναι ακόμη αρκετά σίγουρες για να κάνουν αυτήν τη συζήτηση με το κοινό τους», δήλωσε ο Σαμ Γκριν, καθηγητής ρωσικής πολιτικής στο King’s College London και ειδικός στη δημοκρατική ανθεκτικότητα (η ικανότητα ενός δημοκρατικού συστήματος να αντέχει, να προσαρμόζεται, να μαθαίνει και να ανακάμπτει από κρίσεις και εξωτερικές πιέσεις, διατηρώντας τις θεμελιώδεις αξίες και θεσμούς του).

Υπάρχει μια αυξανόμενη γενική παραδοχή μεταξύ των ειδικών ότι η Ρωσία έχει εξαπολύσει ήδη έναν υβριδικό πόλεμο στη Δύση με επιχειρήσεις δολιοφθοράς και εισάγοντας χάος και παραπληροφόρηση στις εγχώριες πολιτικές συζητήσεις. Επισημαίνουν τα συντριπτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των επανειλημμένων εισβολών στον εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ από ρωσικά αεροσκάφη και drones, αλλά και των παρεμβολών GPS στις χώρες της Βαλτικής, σε εκστρατείες παραπληροφόρησης και επιθέσεις δολιοφθοράς εναντίον κρίσιμων υποδομών σε πολλές χώρες που έχουν εντοπιστεί στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Η Ρωσία αρνείται επανειλημμένα οποιαδήποτε εμπλοκή.

Ο Γκριν είπε ότι αυτές οι επιθέσεις έχουν ήδη αλλάξει τις απόψεις πολλών στην Ευρώπη, ακόμα κι αν ορισμένοι πολιτικοί παραμένουν απρόθυμοι να τις ονομάσουν ευθέως υβριδικό πόλεμο.

«Νομίζω ότι ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος, ειδικά καθώς αυτό γίνεται πιο ορατό», σημειώνει. «Βλέπουμε drones έξω από αεροδρόμια και νομίζω ότι υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι είναι πιθανώς (μόνο) θέμα χρόνου πριν ένα από αυτά τα drones καταρρίψει ένα επιβατικό αεροπλάνο».

Φόβοι για τη Βαλτική

Ενώ η Μόσχα δεν έχει πραγματοποιήσει καμία άμεση επίθεση εναντίον συμμάχων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη – οι ειδικοί λένε ότι αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι η Ρωσία γνωρίζει πως δεν μπορεί να νικήσει τη συμμαχία με τις τρέχουσες δυνατότητές της – υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στο μέλλον.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, προειδοποίησε νωρίτερα φέτος ότι η Ρωσία θα μπορούσε να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη εναντίον του ΝΑΤΟ εντός πέντε ετών. Αλλά και ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γιόχαν Βάντεφουλ, επανέλαβε την προειδοποίηση σε ομιλία του τον περασμένο μήνα, λέγοντας ότι οι γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών πιστεύουν ότι η Μόσχα «τουλάχιστον διατηρεί ανοιχτή την επιλογή πολέμου εναντίον του ΝΑΤΟ το αργότερο έως το 2029».

Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε τον Δεκέμβριο ότι ενώ η Ρωσία δεν σχεδιάζει να πάει σε πόλεμο με την Ευρώπη, «αν η Ευρώπη ξαφνικά θελήσει να πάει σε πόλεμο μαζί μας και ξεκινήσει, είμαστε έτοιμοι τώρα».

(Mikhail Metzel/Sputnik, Kremlin Pool Photo via AP)

Η κοινή αντίληψη μεταξύ των χωρών της Βαλτικής είναι ότι μια επίθεση εναντίον τους θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό σε τρία χρόνια. Όταν ερευνητές στο Κέντρο Επιστήμης και Διεθνών Υποθέσεων Belfer στη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ εξέτασαν τις προειδοποιήσεις και τις προβλέψεις διαφόρων αξιωματούχων σχετικά με την ετοιμότητα και την προθυμία της Ρωσίας να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον του ΝΑΤΟ, διαπίστωσαν ότι τα έτη που αναφέρονται πιο συχνά είναι το 2027 και το 2028.

Η αναγνώριση αυτής της απειλής οδήγησε το ΝΑΤΟ να αναπτύξει σχέδια έκτακτης ανάγκης για το πώς να αμυνθεί έναντι μιας πιθανής ρωσικής επιθετικότητας εναντίον των χωρών της Βαλτικής.

Αλλά οι ειδικοί προειδοποιούν ότι τα σχέδια της συμμαχίας δεν είναι εφικτά.

«Υπάρχει ένα σχέδιο, με αριθμούς. Αλλά οι κυβερνήσεις δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του. Εξακολουθούμε να σχεδιάζουμε με βάση πράγματα που δεν υπάρχουν», δήλωσε ο Τζακ Γουάτλινγκ, ανώτερος ερευνητής στο RUSI. Τόνισε, δε, τον κίνδυνο της προσπάθειας να δομηθεί μια αμυντική απάντηση με βάση μια λίστα επιθυμιών και όχι την πραγματικότητα, αντί να αποδεχτούμε τους διαθέσιμους πόρους και να σχεδιάσουμε με βάση αυτούς.

Η βρετανική κυβέρνηση νωρίτερα φέτος ζήτησε από τρεις υψηλού κύρους εμπειρογνώμονες – τον πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ Τζορτζ Ρόμπερτσον, τον στρατηγό Ρίτσαρντ Μπάρονς, πρώην επικεφαλής της Κοινής Διοίκησης Δυνάμεων, και τη Φιόνα Χιλ, πρώην ανώτερη διευθύντρια στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ – να προχωρήσουν σε μια στρατηγική αναθεώρηση της άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι τρεις τους παρουσίασαν ένα εγχειρίδιο σχετικά με τα βήματα που απαιτούνται για την ετοιμότητα για πόλεμο.

Μιλώντας στην εκδήλωση RUSI τον περασμένο μήνα, ο Μπάρονς δήλωσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να επανεξετάσει την ανθεκτικότητα των υποδομών του, να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις, τα εφεδρικά σώματα και την πολιτική άμυνα, αλλά και να επενδύσει στις υπηρεσίες υγείας, τη βιομηχανία και την οικονομία του, για να επιτρέψει μια γρήγορη στροφή σε εμπόλεμη κατάσταση.

«Ειλικρινά, δεν χρειαζόμαστε πολύ περισσότερη ανάλυση για να μας πουν τι πρέπει να κάνουμε. Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει πραγματικά να το κάνουμε», είπε. Επισημαίνει, δε, ότι «η κοινωνία των πολιτών και οι πολιτικοί μας» έχουν άλλες ανησυχίες ως λόγο για την έλλειψη βιασύνης.

(AP Photo/Matthias Schrader)

Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, είπε, με τον τρέχοντα ρυθμό, θα χρειαζόταν η χώρα περίπου 10 χρόνια προκειμένου να είναι έτοιμη για πόλεμο.

«Και η ανάλυσή μας και οι σύμμαχοί μας μας λένε, λοιπόν, ίσως έχετε τρία έως πέντε χρόνια… οπότε αυτό είναι θέμα θέλησης, κοινωνικής όσο και πολιτικής, και στη συνέχεια ικανότητας. Ίσως πρέπει να τα πάμε καλύτερα», είπε.

Μέρισμα ειρήνης

Πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένου του Λονδίνου, έχουν περάσει τις τελευταίες δεκαετίες ελάχιστα σκεπτόμενες την άμυνα. Χωρίς σημαντικές άμεσες στρατιωτικές συγκρούσεις στη Γηραιά Ήπειρο από το 1945, η Ευρώπη έχει απολαύσει τη μεγαλύτερη περίοδο συνεχούς ειρήνης εδώ και αιώνες.

Αυτές οι δεκαετίες σχετικής ηρεμίας έφεραν ένα σημαντικό μέρισμα ειρήνης. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις μπόρεσαν να δαπανήσουν χρήματα για την κοινωνική πρόνοια αντί για την άμυνα, κάνοντας τη ζωή των απλών Ευρωπαίων πολύ πιο άνετη, ενώ παράλληλα βασίζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον μεγαλύτερο στρατιωτικό «ανοιχτοχέρη» στον κόσμο, για να σωθούν σε περίπτωση ανάγκης.

Στη συνέχεια ήρθαν δύο σκληρές αφυπνίσεις: ένας πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ξεκαθάρισε στους συμμάχους του ΝΑΤΟ ότι δεν μπορούσαν πλέον να βασίζονται τόσο πολύ στις ΗΠΑ, και η ολοκληρωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.

(AP Photo/Alex Brandon)

Αυτή η ανατροπή του status quo ώθησε τα περισσότερα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, 31 από τα 32 μέλη του πρόκειται να επιτύχουν τον στόχο των δαπανών του 2% του ΑΕΠ για την άμυνα φέτος – από μόλις έξι το 2021, το έτος πριν από την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Η Ισλανδία, ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ και η μόνη χώρα που δεν προβλέπεται να φτάσει τον στόχο, δεν διαθέτει δικές της ένοπλες δυνάμεις. Αντίθετα, συνεισφέρει οικονομικά, με πολιτικό προσωπικό και με συστήματα αεράμυνας και επιτήρησης.

Τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφώνησαν, τον Ιούνιο, να αυξήσουν τον στόχο στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Ωστόσο, πολλοί αναλυτές είναι επιφυλακτικοί σχετικά με αυτό – ειδικά επειδή οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν οικονομικές πιέσεις ακόμα και χωρίς να σκέφτονται μια τεράστια αύξηση των αμυντικών τους δαπανών.

Το να εξηγούν στους ψηφοφόρους ότι ορισμένοι πόροι ίσως χρειαστεί να ανακατανεμηθούν και ότι, ίσως, περισσότεροι άνθρωποι ίσως χρειαστεί να υπηρετήσουν σε εφεδρικές ή τακτικές δυνάμεις, δεν είναι κάτι που θέλουν να κάνουν οι περισσότεροι πολιτικοί.

Αρκετές έρευνες του Ευρωβαρόμετρου, οι οποίες μετρούν την κοινή γνώμη σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, έδειξαν φέτος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων – το 78% – ανησυχεί για την άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ τα επόμενα πέντε χρόνια. Την ίδια ώρα, το ένα τρίτο των ανθρώπων πιστεύει ότι η άμυνα θα πρέπει να είναι μεταξύ των προτεραιοτήτων δαπανών του μπλοκ.

Παρ’ όλα αυτά, ο στρατηγός Φαμπιέν Μαντόν, αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Γαλλίας, προκάλεσε κατακραυγή τον περασμένο μήνα όταν προειδοποίησε το γαλλικό κοινό ότι η χώρα χρειάζεται να προετοιμαστεί για πιθανές μελλοντικές απώλειες από τη ρωσική επιθετικότητα, λέγοντας ότι η Γαλλία πρέπει να «αποδεχτεί την απώλεια των παιδιών της» για να «προστατεύσει ποιοι είμαστε».

Ο Ρόμπιν Πότερ, ακαδημαϊκός συνεργάτης στο think tank Chatham House, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε ότι η προθυμία των ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη να κατανοήσουν την απειλή – και να συμμετάσχουν στην αντιμετώπισή της – ποικίλλει σημαντικά.

«Αν βρίσκεστε στα ανατολικά, αν ίσως συνορεύετε με τη Ρωσία, αν βρίσκεστε στην Πολωνία ή στις χώρες της Βαλτικής, η απειλή είναι πολύ πραγματική για τους ανθρώπους εκεί και κάνουν πολύ περισσότερα βήματα όσον αφορά στα δημόσια καταφύγια επειδή πιστεύουν ότι ο κίνδυνος αεροπορικής επίθεσης είναι υψηλότερος», είπε.

Η Σουηδία και η Φινλανδία ενημέρωσαν πέρυσι τις οδηγίες προς τους πολίτες τους σχετικά με το πώς να επιβιώσουν σε έναν πόλεμο, διανέμοντας φυλλάδια που περιελάμβαναν οδηγίες για το πώς να προετοιμαστούν για διακοπές επικοινωνιών, διακοπές ρεύματος και ακραία καιρικά φαινόμενα. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Σουηδίας, έχουν επαναφέρει την υποχρεωτική στράτευση την τελευταία δεκαετία, ενώ άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, το Βέλγιο, η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν εισαγάγει εθελοντικά προγράμματα στρατιωτικής εκπαίδευσης για τους πολίτες τους.

Ο Πότερ είπε ότι οι πολίτες με βαθύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς των χωρών τους είναι πιο πιθανό να αποδεχτούν θυσίες για το ευρύτερο καλό.

«Εάν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το κράτος εργάζεται γι’ αυτούς, πιθανότατα είναι πιο διατεθειμένοι να θέλουν να προσφέρουν κάτι πίσω», είπε. Επεσήμανε, δε, τα σκανδιναβικά κράτη, τα οποία κατατάσσονται σταθερά υψηλά στην ευημερία, την ευτυχία και την ευημερία και όπου η έννοια του πολιτικού καθήκοντος και της «πλήρους άμυνας» – όπου κάθε πολίτης, επιχείρηση και δημόσιος φορέας γίνεται μέρος μιας πολεμικής προσπάθειας εάν χρειαστεί – είναι βαθιά ριζωμένη.

«Νομίζω ότι υπάρχει ένα είδος ερωτήματος σχετικά με το αν μπορούμε απλώς να άρουμε αυτό το μοντέλο και να το τοποθετήσουμε σε μια αρκετά διαφορετική κοινωνία με πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη στους δημόσιους θεσμούς σε σύγκριση, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο».

Πηγή CNN

 

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή