Τα φυτά γκι και ου κυριαρχούν στη διακόσμιση των γιορτών – Τί συμβολίζει το φιλί κάτω από το γκι

Η παράδοση του φιλιού κάτω από το γκι

Οι βόρειοι λαοί, και κυρίως οι Άγγλοι, πιστεύουν ότι το γκι είναι το σύμβολο της αγάπης, της ειρήνης και της ευημερίας, γι’ αυτό άλλωστε και το επιλέγουν για να στολίσουν με αυτό τα σπίτια τους τα Χριστούγεννα και το νέο έτος. Σε ό,τι αφορά στις παραδόσεις που σχετίζονται με το φιλί κάτω από τον ιξό, αυτές προέρχονται από τον ρωμαϊκό εορτασμό των Saturnalia, οπότε και οι άνθρωποι πίστευαν ότι το φιλί κάτω από το γκι προήγε τη γονιμότητα. Σε πολλούς άλλους πολιτισμούς, όπως οι Κέλτες, αναφέρεται ότι ο ιξός είχε μαγικές ιδιότητες και εχρησιμοποιείτο ως αντίδοτο του δηλητηρίου, ενώ εθεωρείτο ιερό φυτό και στις τελετές των Δρυίδων.

Αυτό που πιθανότατα προσέθετε στη γοητεία και το μυστήριο του φυτού είναι ο τρόπος πολλαπλασιασμού του. Οι καρποί του, που μοιάζουν με κερασάκια, τρώγονται από τα πουλιά και οι σπόροι τους μπορούν να γονιμοποιηθούν, μόνο αφού περάσουν από το πεπτικό σύστημα των πουλιών.

Με γκι και ου στολίζουμε αυτές τις εορταστικές ημέρες τα σπίτια μας, έθιμο που μεταφέρθηκε στην πατρίδα μας από τη Δύση. Ποια όμως είναι αυτά τα δύο φυτά που τα γνωρίζουμε από την ξενική, γαλλική ονομασία τους, gui και houx;

Και πρώτα, το Γκι (ή και γκυ), στα ελληνικά: ιξός. Ο ἰξὸς είναι ημιπαρασιτικό επίφυτο ξυλώδες φυτό, που φύεται επάνω σε άλλα δέντρα, κυρίως στα έλατα, αλλά και στις δρύες, στις καστανιές, στις μηλιές κ.ά. Είναι ενδημικό φυτό της Ευρώπης και κάποιων περιοχών της Ασίας και ανήκει στην οικογένεια των Λωρανθίδων (Loranthaceae) (γένος: Viscum) (είδος: Viscum album ή Βίσκον το λευκόν ή μελάς ή ιξός ή γκι ή Mistletoe).

Τα κλαδιά του ιξού είναι πράσινα και φτάνουν περίπου μέχρι 60 εκ. Είναι αειθαλές φυτό με επιμήκη δερματώδη φύλλα, χρώματος πράσινου ή ελαφρά κιτρινωπού. Τα άνθη του βγαίνουν την άνοιξη και είναι μικρά και πράσινα. Οι καρποί του ιξού είναι μονόσπερμοι, στρογγυλοί, σχεδόν διάφανοι, γεμάτοι με μια κολλώδη ουσία. Εμφανίζονται με κιτρινωπή απόχρωση στα πλατύφυλλα δέντρα και με λευκή απόχρωση στα κωνοφόρα. Είναι αγαπημένη τροφή των ζώων το χειμώνα και το τιμούν, όταν καταφέρνουν να το βρουν ή να το φτάσουν.

Στους αρχαίους και παλαιότερους χρόνους, με την κολλώδη ουσία του καρπού του, την οποία ανακάτευαν με μέλι ή λάδι, παρασκεύαζαν μία ουσία την οποία άλειφαν στα κλαδιά των δέντρων και κατασκεύαζαν έτσι τις λεγόμενες «ξόβεργες» [(ι)ξόβεργες (ιξός + βέργα)], με τις οποίες θήρευαν τα πουλιά.

Και ένας μύθος του Αισώπου λέει πως η σοφή κουκουβάγια, όταν πρωτοφύτρωσε η βελανιδιά, συμβούλευε τα πουλιά να μην την αφήσουν ν’ αναπτυχθεί, αλλά να την καταστρέψουν με κάθε τρόπο· γιατί απ’ αυτήν θα βγει ένα ακατανίκητο βοτάνι, ο ιξός, που μ’ αυτό θα πιάνονται.

Το ου (Ilex aquifolium, ίλεξ ο οξύφυλλος) είναι το γνωστό αρκουδοπούρναρο ή λιόπρινο ή λιόπουρνο της κοινής ελληνικής. Έχει φύλλα καταπράσινα, δερματώδη, λαμπερά και αγκαθωτά στην περίμετρό τους, οι δε καρποί του είναι σφαιρικοί με το χαρακτηριστικό ζωηρό κόκκινο χρώμα που το κάνει ιδιαίτερα δημοφιλές τις ημέρες των Χριστουγέννων για την γιορτινή διακόσμηση.

Ο στολισμός της εισόδου και των χώρων των σπιτιών αλλά και των ναών με ου ανατρέχει στα ρωμαϊκά Saturnalia, εορτή αφιερωμένη στον Κρόνο που διαρκούσε από τις 17 έως και τις 23 Δεκεμβρίου. Σε παλαιά εκκλησιαστικά ημερολόγια αναφέρεται η παραμονή των Χριστουγέννων ως η ημέρα, κατά την οποία οι εκκλησίες ήταν στολισμένες με τα κλαδιά της δάφνης και του ου και το έθιμο είναι ριζωμένο το ίδιο βαθιά στη σύγχρονη εποχή, όπως και στους ειδωλολάτρες αλλά και τους πρώτους Χριστιανούς.

Ένας παλιός μύθος λέει ότι το ου φύτρωσε για πρώτη φορά στις πατημασιές του Χριστού, όταν αυτός βάδιζε στη γη και τα αγκαθωτά φύλλα του, αλλά και οι κόκκινοι καρποί του, συμβολίζουν τα μαρτύρια του Σωτήρα, λόγος για τον οποίο το ου λέγεται και το «αγκάθι του Χριστού» σε πολλές γλώσσες της Βόρειας Ευρώπης. Πιθανότητα η σχέση με αυτούς τους μύθους ήταν και ο λόγος που το ου ονομάστηκε και «Άγιο Δέντρο», όπως αναφέρεται γενικότερα από τους παλαιότερους συγγραφείς.

Το κόκκινο, ένα από τα πιο περιζήτητα χρώματα, οι αρχαίοι το έβγαζαν από τις ρίζες διαφόρων φυτών και από το μαλάκιο, την πορφύρα, από τη βαθυκόκκινη ουσία του, που έδινε το πορφυρό χρώμα. Το έπαιρναν όμως και από το θηλυκό ενός ημίπτερου εντόμου, που σχηματίζει κόκκινα εξογκώματα (κηκίδια) επάνω σε φύλλα πουρναριού. Το έντομο αυτό λέγεται «Κόκκος ο βαφικός» και από αυτόν προέρχεται η λέξη «κόκκινος» (κόκκος = ο ελάχιστου μεγέθους καρπός, όπως του ροδιού, του πεύκου κ.λπ., το σπυρί, το κουκούτσι). Συγκεκριμένα, το έντομο προσβάλλει τα φύλλα της βελανιδιάς, πάνω στα οποία κάνει ένα μικρό εξοίδημα σαν κόκκινη φούσκα, μέσα στο οποίο εναποθέτει περίπου 2.000 αυγά και μια χρωστική ουσία. Από την αρχαιότητα συγκέντρωναν τους κόκκους, πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους ξέραιναν και οι κόκκοι αποκτούσαν ένα κόκκινο βαθύ χρωματισμό, προς το πορφυρό που χρησιμοποιούσαν ευρύτατα ως βαφή.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή