Τώρα που έχει κατακάτσει κάπως ο κουρνιαχτός από τις
αποκαλύψεις της περασμένης Κυριακής, είναι ίσως η καλύτερη
ώρα προκειμένου να δούμε πώς το πρόβλημα του ελληνικού
Τύπου επαναβεβαιώθηκε και ακτινογραφήθηκε εκ νέου μέσω του
σκανδάλου των υποκλοπών, τόσο από τότε που αυτή η υπόθεση
«έσκασε», σαν βόμβα, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, όσο όμως
και τις τελευταίες 15 ημέρες, που έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις.
Την περασμένη Κυριακή, λοιπόν, είχαμε τρεις εφημερίδες που
κόμιζαν νέες αποκαλύψεις: το «Documento», που ούτως ή άλλως
πρωτοστατεί στην συμπλήρωση αυτού του φρικιαστικού, για την
Δημοκρατία και τα ατομικά μας δικαιώματα, παζλ, αποκάλυπτε νέα
ονόματα παρακολουθούμενων, αλλά και αποδείξεις για όσα λέει (ο
λόγος για το περίφημο SMS). Το «Βήμα» τίναξε στον αέρα τον
ισχυρισμό Μητσοτάκη ότι είναι… απαράδεκτο να τού προσάπτει
κάποιος ότι παρακολουθούσε ο υπουργός των Εξωτερικών. Η
«Δημοκρατία» παρουσίασε μηνύματα από βουλευτές της ΝΔ που
εξηγούν, υπό το κράτος της ανωνυμίας προφανώς, την αμηχανία,
το «μούδιασμα» και το ρήγμα που έχει συντελεστεί στο εσωτερικό
της ΝΔ εξαιτίας αυτής της δυσώδους υπόθεσης.
Ως εδώ καλά. Μόνο που (σχεδόν) όλες οι άλλες εφημερίδες,
ιδιαίτερα οι λεγόμενες «φιλοκυβερνητικές», είτε δεν είχαν καμία
αναφορά στο πρωτοσέλιδό τους στην υπόθεση αυτή, είτε είχαν
κάποιο μικρό «χτύπημα» με «ψιλά» γράμματα, κάπου στην άκρη
των πρώτων τους σελίδων, ίσως για τα προσχήματα και για να
«βγάλουν την υποχρέωση» έναντι της στοιχειώδους νοημοσύνης
των αναγνωστών τους.
Φυσικά, αυτό δείχνει για μία ακόμη φορά πώς ο ελληνικός Τύπος,
λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων, έχει απομακρυνθεί από την
κοινωνία, τις ανάγκες και τις προτεραιότητές της. Ακόμη και ο
Κυριάκος Μητσοτάκης να «έκλεινε», την περασμένη Παρασκευή,
τις πρώτες σελίδες των κυριακάτικων εφημερίδων, θα καταλάβαινε
ότι είναι αναγκασμένος να έχει σε εμφανή χώρο και θέση το
σκάνδαλο των υποκλοπών –έστω και με έναν φιλοκυβερνητικό
τίτλο. Όμως, οι ελληνικές εφημερίδες, πλην των προαναφερθεισών
και μιας-δυο ακόμη, έκριναν διαφορετικά.
Όμως, οι αναγνώστες δεν είναι ανόητοι. Το ίδιο ισχύει, ασφαλώς,
και για ιστορική εφημερίδα, που πέρασε μέσα σε 10 ημέρες από το
«υποκλοπές τέλος» στο «να χυθεί άπλετο φως», δίνοντας άλλη
διάσταση στην έννοια της δημοσιογραφικής κυβίστησης.
Όλα τούτα θα έπρεπε να μας προβληματίσουν όλους μας, στο
σινάφι μας. Και, πάντως, θα έπρεπε να αποτελούν μία εύλογη
εξήγηση, για τα ερωτήματα που μπορεί να προκληθούν σε
κάποιον αν δει τις λίστες με την κυκλοφορία των εφημερίδων. Γιατί,
όταν ζούμε σε μία χώρα 10 εκατομμυρίων και η πρώτη σε
κυκλοφορία καθημερινή εφημερίδα δεν φτάνει καν τις 10.000
φύλλα, τότε κάτι πάει πολύ στραβά. Και αυτό δεν αφορά στους
αναγνώστες, αλλά σε εκείνους που σχεδιάζουν τα προϊόντα που
τούς σερβίρουν.