Σοκ και ανησυχία προκαλεί η υπόθεση 14χρονης που φέρεται να παγιδεύτηκε από τέσσερις νεαρούς μέσω διαδικτυακής συνομιλίας και να υπέστη κακοποίηση, με το κορίτσι να εντοπίζεται σε σύγχυση και να χρειάζεται άμεση υποστήριξη.
Ο Πρόεδρος του «Χαμόγελου του Παιδιού», Κώστας Γιαννόπουλος, μιλώντας στο ΕΡΤNews και την εκπομπή ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ περιέγραψε την κρισιμότητα της κατάστασης και την ευθύνη που φέρουν όσοι προσπαθούν να παρουσιάσουν παρόμοια περιστατικά ως «κανονικότητα». «Ένα παιδί που βασανίστηκε, δεν πρέπει να πληρώσει με τη ζωή του επειδή έκανε το λάθος να μιλήσει με κάποιον στο τηλέφωνο», τόνισε υπογραμμίζοντας πως «αν δεν ήταν μια υπάλληλος καταστήματος να δει ένα παιδί ζαλισμένο και να ενδιαφερθεί, το κορίτσι θα πήγαινε πάλι πίσω. Βρισκόταν κάτω από επιρροή».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το κορίτσι δεν ήθελε αρχικά να μιλήσει με ψυχολόγο, ενώ είχε ήδη πέσει θύμα ψυχολογικής πίεσης και εκμετάλλευσης. «Οι φυγές εφήβων, ιδίως κοριτσιών, είναι αποτέλεσμα εκβιαστικής διαδικασίας. Έχουμε χάσει παιδιά στην πορεία, που οδηγήθηκαν στην πορνεία ή στα ναρκωτικά. Είναι φαινόμενο που διογκώνεται», πρόσθεσε.
«Ο φόβος και η ντροπή κρατούν τα παιδιά στη σιωπή», λέει η ψυχολόγος
Η ψυχολόγος του οργανισμού, Σταυρούλα Σπυροπούλου, εξήγησε ότι τα παιδιά που υφίστανται κακοποίηση νιώθουν ντροπή και ενοχές, με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτουν την αλήθεια ούτε στους γονείς τους. «Πολλά κορίτσια φεύγουν από το σπίτι και παγιδεύονται από ανθρώπους που γνωρίζουν μέσω διαδικτύου. Τα εξαναγκάζουν σε επαφές ή σε άλλες κακοποιητικές συμπεριφορές», σημείωσε.
Η κ. Σπυροπούλου ανέφερε ότι το “Σπίτι του Παιδιού” παρέχει εξειδικευμένη θεραπευτική φροντίδα και πως η παρέμβαση πρέπει να είναι άμεση και πολύπλευρη.
Δικηγόρος οικογένειας: «Παγίδευσαν το παιδί μέσω διαδικτύου»
Ο δικηγόρος της οικογένειας, Παναγιώτης Κάσσης, υπογράμμισε πως σύμφωνα με τα μηνύματα που έχουν κυκλοφορήσει και δεν έχουν διαψευστεί, το κορίτσι προσεγγίστηκε από έναν εκ των τεσσάρων νεαρών, ο οποίος λειτουργούσε ως “βιτρίνα” για την ομάδα. «Η 14χρονη ξεγελάστηκε από έναν συνομιλητή, που εκμεταλλεύτηκε την εφηβεία και την ανωριμότητά της. Η επικοινωνία φαινόταν αθώα στην αρχή – μια απλή κουβέντα για να βρεθούν», δήλωσε.
Ο δικηγόρος διευκρίνισε ότι το κορίτσι δεν γνώριζε προσωπικά κανέναν από τους τέσσερις, οι οποίοι είναι ηλικίας 16 έως 20 ετών. Το παιδί βρίσκεται πλέον στο σπίτι του και λαμβάνει ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη, χωρίς να έχει επιστρέψει ακόμα στο σχολείο. «Στις ηλικίες αυτές, και μόνο που κάτι θα διαδοθεί ή θα συζητηθεί, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχολογία του παιδιού. Χρειάζεται χρόνος και υποστήριξη για να ανακάμψει», τόνισε.