Της Μαριαλένας Χαραλαμποπούλου
Τα «φρούτα του δάσους» όπως είναι γνωστά, είναι µια οικογένεια µικρών καρπών που ο άνθρωπος τα γνωρίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τον καιρό που ήταν τροφοσυλλέκτης.
Βατόµουρα, σµέουρα, αγριοφράουλες, µύρτιλα, κράνα µπορούµε να βρούµε το καλοκαίρι σε αφθονία σε διάφορα δάση της ορεινής Ελλάδος.
Θεωρούνται τρόφιµα που χαρίζουν δύναµη και ευεξία, ενώ είναι κατάλληλα και για δίαιτα, γιατί έχουν λίγες θερµίδες συγκριτικά µε τα υπόλοιπα φρούτα.
Στην Ελλάδα δεν είµαστε τόσο εξοικειωµένοι µε την γεύση τους και τα θεωρούµε µάλλον ξινά, γιατί δεν τα βρίσκουµε σε αφθονία στην αγορά, αφού δεν καλλιεργούνται συστηµατικά.
Στην βόρεια Ελλάδα βέβαια, από τις αρχές του καλοκαιριού µέχρι τις αρχές τους φθινοπώρου, ανάλογα µε το κλίµα και την περιοχή, φουντώνουν πάνω στους θάµνους µικροσκοπικές αγριοφράουλες, φραγκοστάφυλα, βατόµουρα και άλλα είδη της µεγάλης οικογένειας των «φρούτων του δάσους».

Στην ίδια οικογένεια µε τα φρούτα του δάσους ανήκουν και τα µούρα. Τα µούρα είναι από τα καλύτερα φρούτα που πλουσιοπάροχα µας χαρίζει η ελληνική φύση.
Το χρώµα των µούρων µπορεί να είναι µαύρο, κόκκινο, άσπρο και µωβ. Τα πιο συνηθισµένα είναι τα µαύρα µούρα µε καταγωγή από την Κασπία θάλασσα που ήρθαν στην Ελλάδα εδώ και αιώνες, γνωστά από τον ιστορικό Θεόφραστο ως συκάµινα και από τον Διοσκουρίδη ως µορέα.
Αναζωογονητικά, ζουµερά, στυφά αλλά και συνάµα γλυκά είναι πλούσια σε φλαβονοειδή και φυτοθρεπτικά συστατικά.
Είναι τα φρούτα των παιδικών µας χρόνων, µε τα χέρια και τις µπλούζες βαµµένες από τον κόκκινο χυµό τους.
Η γλυκιά γεύση των µούρων τα κάνει ιδανικά για παγωτό σορµπέ, µαρµελάδες, ζελέδες, τάρτες φρούτων, πίτες αλλά και για κρασιά ή τσάγια. Παλαιότερα έκαναν πετιµέζι από µούρα ενώ στην Κρήτη έφτιαχναν την «µουρνόρακη».
Υπάρχουν πολυάριθµες µελέτες που έχουν αποδείξει τα οφέλη των µούρων για την υγεία, όπως ότι βελτιώνουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίµα, είναι αντιοξειδωτικά, διευκολύνουν την πέψη, ρυθµίζουν την αρτηριακή πίεση, βελτιώνουν την όραση, ενισχύουν το ανοσοποιητικό, µειώνουν την LDL χοληστερίνη και έχουν αντιφλεγµονώδη δράση.

Η µουριά
Η µουριά (Morus spp.) είναι ένα πανέµορφο ψηλό δένδρο, γνωστό για τον δροσερό ίσκιο που µας προσφέρει το καλοκαίρι.
Υπάρχουν πάνω από 300 ποικιλίες παγκοσµίως, όπως η άγρια, η κόκκινη, η άσπρη, η µαύρη κ.ά.
Στην Ελλάδα, η µουριά καλλιεργείται από την αρχαιότητα. Τόσο η άσπρη όσο και η µαύρη µουριά θεωρούνταν σύµβολα σοφίας.
Η µαύρη µουριά κατάγεται από την περιοχή της Κασπίας θάλασσας ενώ η άσπρη έφτασε στα µέρη µας κατά την διάρκεια του Βυζαντίου, µαζί µε τα αυγά του µεταξοσκώληκα από την Κίνα.
Τα φύλλα της µουριάς αποτελούν την µοναδική τροφή του µεταξοσκώληκα, ο οποίος εκτρέφεται για να δώσει την πολυτιµότερη φυτική ίνα, το µετάξι.
Τα παλαιότερα χρόνια, οι µουριές έπαιζαν σηµαντικό ρόλο στην οικονοµία, όχι για τους καρπούς τους αλλά για τα φύλλα τους, καθώς η παραγωγή του µεταξιού ήταν κεντρική οικονοµική δραστηριότητα επί αιώνες.
Το ξύλο της µουριάς χρησιµοποιείται στην κατασκευή αγροτικών εργαλείων, πασσάλων, στην κατασκευή βαρελιών, στην επιπλοποιία, στην κατασκευή πατωµάτων ποιότητας, στις οικοδοµές και στην κατασκευή ισχυρών δοκαριών στήριξης.
Είναι γνωστό για την φυσική του λάµψη και έχει χαρακτηριστεί ως το πιο ανθεκτικό ξύλο που διαθέτει ανθεκτικότητα στα έντοµα και στις καιρικές συνθήκες.
Επίσης, κατεργάζεται εύκολα και χρησιµοποιείται στην κατασκευή ξύλινων παιχνιδιών και ξυλόγλυπτων.
Ακόµη, είναι ένα από τα καλύτερα ξύλα για την κατασκευή µουσικών οργάνων.
Οι κρητικές λύρες (το 80% περίπου) κατασκευάζονται από ξύλο µουριάς και ένας µεγάλος αριθµός από σκαφάκια λαούτου, µαντολίνου και µπουζουκιού.

Ο µεταξοσκώληκας
Ο µεταξοσκώληκας, πολλούς αιώνες πριν αρχίσει η κατεργασία του µεταξιού, ζούσε σε άγρια µορφή πάνω στα µορεόδενδρα.
Μεταξοσκώληκας ονοµάζεται η κάµπια του εξηµερωµένου είδους Bombyx mori, η οποία συµβάλλει παγκοσµίως στο 95% της παραγωγής φυσικού µεταξιού.
Ο µεταξοσκώληκας και η µέλισσα είναι τα µόνα «ευγενή» οικόσιτα έντοµα στον κόσµο, τα οποία εκτρέφονται από τον άνθρωπο.
Ο µεταξοσκώληκας εκκρίνει από τους δύο µεταξογόνους αδένες του το µετάξι και µε συγκεκριµένες κινήσεις του σώµατός του πλέκει το κουκούλι. Το πλέξιµο γίνεται από έξω προς τα µέσα µε αποτέλεσµα ο µεταξοσκώληκας να εγκλωβίζεται µέσα στην φούσκα ενώ σταδιακά µεταµορφώνεται σε χρυσαλίδα.

Το µετάξι είναι ένα απολύτως φυσικό προϊόν που παράγεται από ένα ζωικό οργανισµό, χωρίς κανένα χηµικό και χρησιµοποιείται σε πολλές βιοµηχανίες κατασκευής ρούχων, ως υλικό στα αλεξίπτωτα αλλά και στο εσωτερικό του περιβλήµατος ελαστικών ποδηλάτων.
Επίσης, χρησιµοποιείται σε µεγάλο βαθµό από ιατρικούς και χειρουργικούς οργανισµούς ως το τέλειο υλικό για την συρραφή και το ασφαλές κλείσιµο τραυµάτων, καθώς είναι φυσικά αντιβακτηριδιακό.
Ακόµη, το µετάξι χρησιµοποιείται από τις µεγαλύτερες εταιρείες καλλυντικών στον κόσµο για την παρασκευή καλλυντικών.

Η ιστορία του µεταξιού
Η ιστορία του µεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και σύµφωνα µε τον θρύλο, η τέχνη της εκτροφής του µεταξοσκώληκα και η κατεργασία του µεταξιού ανακαλύφθηκε τυχαία από την αυτοκράτειρα Σι Λιγκ Τσι, γύρω στο 2690 π.Χ., όταν ένα κουκούλι έπεσε µέσα στο βραστό νερό του τσαγιού της.
Στην προσπάθειά της να το βγάλει έξω, τράβηξε µία εξαιρετικά λεπτή αλλά ανθεκτική κλωστή, την πρώτη µεταξωτή ίνα.
Οι Κινέζοι απαγόρευαν µε αυστηρούς νόµους την διάδοση της σηροτροφίας, ενώ η εξαγωγή των σπόρων του µεταξοσκώληκα τιµωρούνταν µε θάνατο. Επιτρεπόταν µόνο η εξαγωγή κατεργασµένων νηµάτων και υφασµάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες και η Περσία ήταν κέντρα εµπορίας του εξαγόµενου µεταξιού.
Η πρώτη «κλοπή» του µυστικού της κινέζικης σηροτροφίας έγινε όταν ένας βασιλιάς του Θιβέτ παντρεύτηκε µια πριγκίπισσα του αυτοκρατορικού κινέζικου οίκου και την προειδοποίησε ότι έπρεπε να απαρνηθεί τα ρούχα που φορούσε γιατί στο δικό του βασίλειο δεν υπήρχαν µεταξοσκώληκες.
Η πριγκίπισσα, µη θέλοντας να απαρνηθεί τα πολύτιµα στολίδια της, έκρυψε σπόρους µουριάς και αυγά µεταξοσκώληκα µέσα στα πλούσια µαλλιά της κι έτσι το µυστικό του µεταξιού «δραπέτευσε» από την γενέτειρά του.
Οι Έλληνες άποικοι της Μ. Ασίας γνώριζαν για την ύπαρξη του µεταξιού και των µεταξωτών υφασµάτων από τον 9ο αιώνα π.Χ. αλλά θεωρούσαν ότι είναι φυτική ίνα.

Στην Αρχαία Ελλάδα το µεταξωτό ύφασµα ήρθε µε τις εκστρατείες του Μ. Αλέξανδρου (336-323 π.Χ.).
Ο Μέγας Αλέξανδρος µάλιστα έστειλε φούσκες στον δάσκαλό του, Αριστοτέλη, θέλοντας να µάθει το µυστικό της παραγωγής του µεταξιού αλλά χωρίς αποτέλεσµα.
Στα ρωµαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασµένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιµων υφασµάτων.
Ο αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά την πορφυρή µέταξα, ενώ τα µεταξωτά ενδύµατα τα φορούσαν µόνο οι αξιωµατούχοι του κράτους και οι ευκατάστατοι ιδιώτες.
Το µετάξι είχε τεράστια αξία, ίση µε αυτή των πολύτιµων λίθων και του χρυσού.
Η διάδοση της µεταξοκαλλιέργειας στη Δύση έγινε από µοναχούς του Βυζαντίου, οι οποίοι µε εντολή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού για τη διάδοση της χριστιανικής θρησκείας, περιηγήθηκαν στην Περσία και την Κίνα.
Κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών τους, µελετούσαν κάθε τι που είχε σχέση µε τον µεταξοσκώληκα και την επεξεργασία του και στο τέλος της περιοδείας τους το 554 µ.Χ. µετέφεραν κρυφά µέσα στις κούφιες µαγκούρες τους αυγά µεταξοσκώληκα. Σύµφωνα λοιπόν µε αυτή την παράδοση, η σηροτροφία έφτασε στο Βυζάντιο.

Η σηροτροφία στην Ελλάδα
Η λέξη σηροτροφία παράγεται από το «σηρ – σηρός» όπως αποκαλούσαν οι Έλληνες το µετάξι και αργότερα ονόµασαν «σηρικά» τα µεταξωτά υφάσµατα.
Οι κλιµατολογικές συνθήκες ευνόησαν την καλλιέργεια της µουριάς στον τόπο µας κι έτσι η σηροτροφία αναπτύχθηκε σε όλη την Ελλάδα από την Πελοπόννησο έως την Θράκη (Σουφλί και Ορεστιάδα).
Υποστηρίζεται δε, ότι η Πελοπόννησος ονοµάστηκε Μοριάς, επειδή εκεί αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η καλλιέργεια του λευκού µορεόδενδρου.
Η παραγωγή της µεταξοκλωστής από το κουκούλι ήταν συνηθισµένη ενασχόληση των Καλαµατιανών ήδη από την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Η σηροτροφία είχε µεγάλη διάδοση κυρίως στην Έξω Μάνη, όπου ακόµη και σήµερα, οι µουριές είναι σε αφθονία.
Η µεταξουργία ήκµασε από τον 18ο µέχρι τα µέσα του 20ού αιώνα και η Μεσσηνία εξελίχθηκε σε σηµαντικό κέντρο παραγωγής του µεταξιού, ιδιαίτερα δε η πόλη της Καλαµάτας, την οποία αποκαλούσαν «Μασσαλία της Ελλάδος».
Το 1837 δηµιουργείται το πρώτο µεταξουργικό εργοστάσιο στην Μεσσήνη και το 1851, το Καλαµατιανό µετάξι αλλά και τα µαντήλια που έφτιαχναν οι µοναχές της Μονής Αγίου Κωνσταντίνου προβάλλονται ανάµεσα σε ελληνικά προϊόντα στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου.
Το 1875, η Καλαµάτα αποτελούσε το πρώτο µεταξοπαραγωγικό κέντρο του κράτους. Στην πόλη λειτουργούσαν 5 µεταξουργεία µε παραγωγή 40 τόνων µετάξης και απασχολούνταν 500 εργάτες.
Το 1940 εµφανίζεται στην αγορά το τεχνητό µετάξι, ρεγιόν, µε παρεµφερείς ιδιότητες του φυσικού και τεράστια διαφορά τιµής και έτσι, το φυσικό µετάξι πέρασε στο περιθώριο.
Στην εποχή µας, µόνο στο µοναστήρι Καλογραιών στην Καλαµάτα επιµένουν να ασχολούνται µε το φυσικό µετάξι και να φτιάχνουν το ξακουστό «µεταξωτό Μαντήλι Καλαµατιανό», το οποίο έγινε και τραγούδι.
Η «Πλατεία Μεταξουργείου» στο κέντρο της Αθήνας πήρε το όνοµά της από το εργοστάσιο κατασκευής µεταξωτών υφασµάτων που ιδρύθηκε το 1835.

Μουσείο Μετάξης Σουφλίου
Για την περιοχή του Σουφλίου, η σηροτροφία ήταν ένας παραδοσιακός κλάδος της οικονοµίας, που στις αρχές του 19ου αιώνα, το κατέστησε σηµαντικό σηροτροφικό, εµπορικό αλλά και διοικητικό κέντρο.
Το Σουφλί µέχρι το 1960 παρήγαγε 300 τόνους κουκούλια (δηλαδή 50-60 τόνους µετάξι), που έφταναν τόσο για την εγχώρια παραγωγή, όσο και για εξαγωγές στο εξωτερικό.
Σήµερα, στο Σουφλί λειτουργούν δύο βιοτεχνίες παραγωγής, οι οποίες εξάγουν σε Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Τουρκία, Κατάρ και Αµερική.
Στο Σουφλί λειτουργούν µουσεία µεταξιού που παρέχουν πληροφορίες για την παράδοση της σηροτροφίας στην περιοχή.
Το Μουσείο Μετάξης Σουφλίου λειτουργεί από το 1990 και παρουσιάζει όλες τις φάσεις και τα στάδια της προβιοµηχανικής σηροτροφίας και της µεταξουργίας.
Παράλληλα, προβάλλει την ιστορία του µεταξιού ανά τους αιώνες και εστιάζει στο πώς το Σουφλί αναδείχθηκε σε σηµαντικό κέντρο παραγωγής µεταξιού από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τα µέσα του 20ού αιώνα.
Εκτίθενται µοναδικές σουφλιώτικες φορεσιές και εξαρτήµατα της τοπικής ενδυµασίας αλλά και σύγχρονα εντυπωσιακά κοστούµια κινεζικής όπερας.
Πηγές:
• «Εγχειρίδιο σηροτροφίας. Η εκτροφή του µεταξοσκώληκα, στοιχεία καλλιέργειας της µουριάς», ΥΠΑΑΤ, Διεύθυνση Ζωϊκής Παραγωγής και Α.Π.Α, Τµήµα Μελισσοκοµίας-Σηροτροφία, Π. Χ. Χαριζάνης, Μ. Τζιτζινάκης, Αθήνα 2011
• «Μετάξι και µεταξοσκώληκας» [https://www.soufli.gr/el/episkeptis/metaksi-kai-metaksoskolikas]
• «Η µεταξοσκωληκοτροφία στην Πελοπόννησο» [https://sypegal.gr]