Ιστορίες διατροφής: Η… νόστιµη πλευρά του τουρισµού

Της Μαριαλένας Χαραλαµποπούλου
Σύµφωνα µε την δηµοφιλή πλατφόρµα “Taste Atlas”, η οποία είναι ένας βιωµατικός ταξιδιωτικός διαδικτυακός οδηγός για το παραδοσιακό φαγητό, η ελληνική κουζίνα κατέκτησε την πρώτη θέση στην παγκόσµια γαστρονοµική σκηνή. Είναι η κορυφαία σε όλο τον κόσµο για το 2024-2025, αφήνοντας πίσω της φαβορί όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Χάρη σε σχεδόν 480.000 κριτικές και δέκα εµβληµατικά πιάτα που έχουν κερδίσει τις καρδιές και τους γευστικούς κάλυκες των ανθρώπων σε όλο τον κόσµο και µε την εντυπωσιακή βαθµολογία 4,60 η ελληνική κουζίνα ξεπέρασε άλλες δηµοφιλείς γαστρονοµικές παραδόσεις, όπως η ιταλική, η µεξικάνικη και η ισπανική.
Γνωστή για την πλούσια ιστορία της και τις αυθεντικές γεύσεις της, η ελληνική κουζίνα φηµίζεται για την χρήση απλών, αγνών υλικών. Τα ελληνικά πιάτα περιλαµβάνουν επιλεγµένα κρέατα, φρέσκα θαλασσινά, θρεπτικά όσπρια και τα παγκοσµίως αναγνωρισµένα τυροκοµικά προϊόντα, συµβάλλοντας σε ένα µοναδικό γευστικό προφίλ. Συστατικά όπως η ρίγανη, το θυµάρι, η δάφνη, το δεντρολίβανο, το λεµόνι και το ελαιόλαδο προσθέτουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα πιάτα.
Τα ελληνικά φαγητά µε την κορυφαία βαθµολογία στο Taste Atlas:
- Γραβιέρα Νάξου
- Σαγανάκι
- Παϊδάκια
- Γραβιέρα Κρήτης
- Κοντοσούβλι
- Τρίγωνα πανοράµατος
- Συµιακό γαριδάκι
- Σφέλα
- Αρσενικό Νάξου
- Μπουγάτσα
Τα 10 αγαπηµένα ελληνικά πιάτα:
ü Μουσακάς
ü Σουβλάκι
ü Τζατζίκι
ü Ελληνική Σαλάτα (χωριάτικη)
ü Ντολµάδες
ü Παστίτσιο
ü Σπανακόπιτα
ü Γύρος
ü Μπακλαβάς
ü Φέτα
Συνδυάζοντας παραδοσιακές συνταγές µε σύγχρονες µαγειρικές τεχνικές, η ελληνική κουζίνα συνεχίζει να εξελίσσεται, προσελκύοντας τόσο τις νεότερες γενιές όσο και τις διεθνείς γαστρονοµικές κοινότητες.
Φαγητό, µια σηµαντική διάσταση της τουριστικής εµπειρίας
Καθένας που έχει ταξιδέψει, γνωρίζει πως υπάρχει ένας αδιάρρηκτος δεσµός µεταξύ ταξιδιού και γαστρονοµίας καθώς το φαγητό αποτελεί µέληµα υψίστης σηµασίας και σε ορισµένες περιπτώσεις πραγµατικό στοίχηµα.
Εδώ και αιώνες, τα ταξιδιωτικά κείµενα βρίθουν από ιστορίες και περιγραφές για τις διατροφικές συνήθειες των κοινωνιών που επισκέπτονταν εξερευνητές (Μάρκο Πόλο, Ιµπν Μπατούντα, Ζαν Σαρντέν, Ζαν-Μπατίστ Ταβερνιέ κ.ά.). Το ενδιαφέρον για τις τοπικές κουζίνες συνόδευε πάντοτε τις εξερευνήσεις και την σταδιακή ανακάλυψη του κόσµου.
Με την επανάσταση που συντελέστηκε στις µεταφορές στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή η εµπειρία της πολιτισµικής και γαστρονοµικής διαφορετικότητας έπαψε να είναι προνόµιο ενός µικρού αριθµού εξερευνητών και εµπόρων. Τα ταξίδια άρχισαν να διαµορφώνονται σύµφωνα µε τις πρακτικές της αστικής τάξης, η οποία επιθυµούσε να διευρύνει τους ορίζοντές της και να απελευθερώσει την λαχτάρα της για ψυχαγωγία.
Στους µεγάλους άξονες των ταξιδιών (σιδηροδροµικές γραµµές, αυτοκινητοδρόµους), υπάρχουν µέρη, πόλεις και ολόκληρες περιοχές που έχουν αποκτήσει φήµη για το φαγητό τους και έχουν καθιερωθεί ή έχουν χαρακτηριστεί µέρη υψηλής γαστρονοµίας.
Για παράδειγµα, στην δεκαετία του 1970 στο ταξίδι για την Καλαµάτα ή την Τρίπολη, µε το τρένο ή το υπεραστικό λεωφορείο, ήταν υποχρεωτική η στάση στο ιστορικό χωριό των Μύλων Αργολίδος.
Στην αποβάθρα, υπήρχαν πλανόδιοι πωλητές µε γιγάντιους δίσκους στα χέρια, οι οποίοι πλησίαζαν τα παράθυρα των βαγονιών και πουλούσαν το θρυλικό «σουβλάκι των Μύλων». Το πιο ξακουστό και το πιο νόστιµο σουβλάκι καλαµάκι, µε λίπος χοιρινό ενδιάµεσα στο ψαχνό, αλάτι, ρίγανη, λεµόνι και ένα µικρό φετάκι ψωµί. Μοσχοβόλαγαν τα βαγόνια από την τσίκνα!
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, τα Φάρσαλα έγιναν διάσηµα για το χαλβά τους, σε τέτοιο σηµείο µάλιστα, που το όνοµα τους ταυτίστηκε µε το περιώνυµο αυτό γλυκό.
Πριν γίνει η νέα εθνική οδός Αθηνών-Θεσσαλονίκης στα µέσα της δεκαετίας του 1960, οι ταξιδιώτες που πήγαιναν για την Βόρεια Ελλάδα ή αντίστοιχα την Νότια Ελλάδα, περνούσαν από τα Φάρσαλα. Ήταν η χρυσή εποχή για τον Φαρσαλινό Χαλβά και για τα εργαστήρια που εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως για την εξυπηρέτηση των ταξιδιωτών.
Επίσης, η Σύρος µε τα φηµισµένα λουκούµια της, τα οποία παρασκευάζονται µέχρι σήµερα µε υφάλµυρο νερό πηγής, ζάχαρη, άµυλο και ελάχιστο ξυνό, χωρίς συντηρητικά, µε ξεχωριστό άρωµα από φυσικά αιθέρια έλαια.
Στο λιµάνι της Ερµούπολης, λευκοντυµένοι πωλητές µε ψάθινα καλάθια πουλάνε λουκούµια και νιώθεις να µεταφέρεσαι σε µια άλλη εποχή, πιο γλυκιά και απλή όπως το ξακουστό συριανό λουκούµι.
Το λουκούµι υπήρξε και παραµένει προϊόν εµβληµατικό για τη Σύρο και όλοι την γνωρίζουν σαν την «κυρά των λουκουµιών».
Παλαιότερα οι άνθρωποι έµπαιναν σε ένα αεροπλάνο ή τρένο ή λεωφορείο µε προορισµό κάποια πόλη, έχοντας στο µυαλό τους βόλτες σε µουσεία ή τουριστικά αξιοθέατα, ενώ σήµερα προγραµµατίζουν ένα ταξίδι µε προορισµό τις «κουζίνες του κόσµου» ή ψάχνοντας κορυφαία εστιατόρια για να ανακαλύψουν νέες γεύσεις ή φηµισµένες τοπικές λιχουδιές.
Η ταξιδιωτική «τάση» είναι να επισκεπτόµαστε µέρη για να δοκιµάσουµε τα φηµισµένα προϊόντα της περιοχής, όπως το τέλειο κρουασάν του Παρισιού, τα περίφηµα στρούντελ της Βιέννης ή το ξακουστό σεβίτσε του Περού.
Ενώ λοιπόν παλαιότερα «συναντούσαµε» το τρόφιµο στην διάρκεια του ταξιδιού, σήµερα επιδιώκουµε να «συναντήσουµε» το τρόφιµο ως προορισµό!
Γαστρονοµικός τουρισµός
Στην ελληνική νοµοθεσία, ο γαστρονοµικός τουρισµός ορίζεται ως αναπόσπαστο κοµµάτι της πολιτιστικής κληρονοµιάς κάθε τόπου. Είναι µια µορφή τουριστικής δραστηριότητας, στην οποία οι επισκέπτες-τουρίστες σχεδιάζουν τα ταξίδια τους µε στόχο να γευτούν την αυθεντική τοπική κουζίνα και να εµβαθύνουν παράλληλα στην ιστορία και τις παραδόσεις της περιοχής που επισκέπτονται.
Πολλοί άνθρωποι συνδυάζουν τα ταξίδια µε την γαστρονοµία και ταξιδεύουν σε όλον τον κόσµο για να γνωρίσουν τόπους και πολιτισµούς, ενδιαφέρονται για την προέλευση της τροφής και τους παράγοντες που την επηρεάζουν και είναι πρόθυµοι να δοκιµάσουν τις τοπικές σπεσιαλιτέ.
Σύµφωνα µε έρευνα που έγινε από τον Παγκόσµιο Οργανισµό Τουρισµού, το 44% των ταξιδιωτών σε όλον τον κόσµο, θεωρούν την τοπική γαστρονοµία πρωταρχικό παράγοντα επιλογής προορισµού για διακοπές.
Οι άνθρωποι επιδιώκουν να βιώσουν το φαγητό µε τον ίδιο τρόπο που αναζητούν άλλα στοιχεία διαφορετικών πολιτισµών όπως η τέχνη, η µουσική και η αρχιτεκτονική.
Σύµφωνα µε την World Food Travel Association, «γαστρονοµικός τουρισµός είναι το να ταξιδεύεις για την γεύση ενός τόπου, προκειµένου να αποκτήσεις µια αίσθηση γι’ αυτόν», ενώ ο όρος εισήχθη για πρώτη φορά το 1998 από το Πανεπιστήµιο του Οχάιο.
Στις µέρες µας, ο γαστρονοµικός τουρισµός έχει εξελιχθεί σε εµπειρία και µπορεί να αφορά στην «απόδραση» σε µια αγροικία της Νότιας Ιταλίας ή ένα γεύµα σε εστιατόριο της Σκανδιναβίας, όπου οι πρώτες ύλες προέρχονται από φάρµες της περιοχής, µπορεί να είναι µια επίσκεψη σε οινοποιείο των Κυκλάδων ή επίσκεψη σε ένα vegan street food festival στο Λονδίνο, όπου η συζήτηση στρέφεται γύρω από την βιωσιµότητα και το µέλλον της γαστρονοµίας.
Μπορεί όµως να είναι κι ένα ταξίδι µε σκοπό µια µεµονωµένη γαστρονοµική εµπειρία σε δηµοφιλή εστιατόρια που έχουν συνδέσει το όνοµά τους µε γνωστούς σεφ.
Ο γαστρονοµικός τουρισµός περιλαµβάνει διάφορες δραστηριότητες που στοχεύουν στην ανακάλυψη και την απόλαυση της τοπικής κουζίνας όπως οι περιηγήσεις για φαγητό και ποτό, η επίσκεψη και αγορά προϊόντων από µπακάλικα ή παραγωγούς, οι επισκέψεις σε οινοποιεία, η συµµετοχή σε µαθήµατα µαγειρικής, η παρακολούθηση σεµιναρίων γευσιγνωσίας, η συµµετοχή σε φεστιβάλ µε θέµα τα τοπικά προϊόντα, οι επισκέψεις σε διαδραστικά µουσεία και εκθέσεις κ.ά.
Οινοτουρισµός
Μπορεί να µας φαίνεται υπερβολικό το να ταξιδέψει κανείς µέχρι την άκρη του κόσµου για να γευτεί ένα ποτήρι κρασί, ωστόσο πολλοί ταξιδιώτες εξερευνούν προορισµούς µέσα από τους «Δρόµους του Κρασιού».
Ο τουρισµός µε σκοπό την δοκιµή κρασιών ή την επίσκεψη σε οινοποιεία, συνδυάζοντας την αγάπη για το κρασί µε την εξερεύνηση νέων προορισµών, ονοµάζεται οινοτουρισµός.
Η επίσκεψη σε οινοπαραγωγικές περιοχές είναι ένας αυθεντικός τρόπος για να ανακαλύψει κανείς τους αγροτικούς και εσωτερικούς προορισµούς µιας χώρας. Στόχος των επισκεπτών είναι να γνωρίσουν, µέσα από διαδροµές και περιηγήσεις, περιοχές που είναι αφιερωµένες στην παραγωγή κρασιών, δοκιµάζοντας παράλληλα τοπικές ποικιλίες.
Στην Ελλάδα, ο οινοτουρισµός αποτελεί έναν αναπτυσσόµενο τουριστικό κλάδο, καθώς η πλούσια αµπελοοινική παράδοση και τα πολυάριθµα οινοποιεία της, προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσµο, προσφέροντας µοναδικές εµπειρίες στους λάτρεις του κρασιού και της φύσης.
H Ελλάδα, µε 220 διαθέσιµες ποικιλίες σταφυλιών, βρίσκεται στην 18η θέση παγκοσµίως και 9η στην ευρωπαϊκή κατάταξη και είναι µια από τις καλύτερες χώρες στον κόσµο για οινοτουρισµό.
Δηµοφιλείς οινοτουριστικοί προορισµοί στην Ελλάδα είναι η Νεµέα, η Σαντορίνη, η Δράµα, η Νάουσα, η Χαλκιδική, η Κρήτη και η Λήµνος.
Οι οινοτουρίστες έχουν έντονη επιθυµία να εµβαθύνουν τις γνώσεις και την εκτίµησή τους για το κρασί, αναζητώντας εκπαιδευτικές εµπειρίες που παρέχουν πληροφορίες για την οινοποίηση, τις ποικιλίες σταφυλιών και τις δεξιότητες γευσιγνωσίας.
Τα οινοποιεία ανταποκρίθηκαν σε αυτό το αίτηµα προσφέροντας εκπαιδευτικά προγράµµατα, εργαστήρια και ξεναγήσεις, επιτρέποντας στους επισκέπτες να µάθουν για τη διαδικασία οινοποίησης, από το «κλήµα στην φιάλη» και να κατανοήσουν καλύτερα τους παράγοντες που συµβάλλουν στην ποιότητα και την γεύση του κρασιού.
Οι συµµετέχοντες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν οινοποιούς, να εξερευνήσουν αµπελώνες, να συµµετάσχουν σε δραστηριότητες συγκοµιδής σταφυλιών ή ανάµειξης κρασιών και να αγοράσουν κρασιά από τις εγκαταστάσεις του οινοποιείου, συνεισφέροντας ένα σηµαντικό ποσοστό στις ετήσιες πωλήσεις τους.
Η διαχρονικότητα της γαστρονοµικής κληρονοµιάς
Τελικά, τι είναι ο γαστρονοµικός τουρισµός;
Μια τουριστική σκηνοθεσία µε γαστρονοµικό φόντο;
Το να κάθεται κάποιος σε ένα τραπέζι και να τρώει ένα τοπικό φαγητό σε µια παραδοσιακή ταβέρνα είναι γαστρονοµικός τουρισµός;
Μάλλον όχι.
Ο γαστρονοµικός τουρισµός ζητά από τον ταξιδιώτη να συµµετέχει και τον καλεί να κατανοήσει την σχέση του φαγητού µε τον τόπο, τον χρόνο και τους ανθρώπους που το δηµιουργούν.
Δεν του προσφέρει απλώς ένα πιάτο αλλά µια αφήγηση, προσφέροντάς του παράδοση και ζωντανό πολιτισµό.
Στην πραγµατικότητα, πολλές από τις αυθεντικές γαστρονοµικές εµπειρίες γεννιούνται εκτός των εστιατορίων: στο χωράφι, στην λαϊκή αγορά, στο καφενείο, στον φούρνο, στον χώρο παραγωγής τοπικών προϊόντων.
Ο γαστρονοµικός τουρισµός δεν έχει να κάνει µε status αλλά µε πραγµατική επαφή µε την τοπική γαστρονοµική κουλτούρα.
Είναι το απλό, χειροποίητο φαγητό το οποίο συνοδεύεται από ιστορία και αλήθεια, αφορά στην τοπική παραγωγή, τις παραδοσιακές τεχνικές και την κουζίνα ως φορέα πολιτισµού.
Ο πραγµατικός γαστρονοµικός τουρισµός ενισχύει την τοπική παραγωγή, αναδεικνύει ξεχασµένες καλλιέργειες και συµβάλλει στην διατήρηση της τοπικής ταυτότητας.
Όταν απλοποιούµε την κουζίνα µας για να ταιριάζει στο «γούστο του τουρίστα», χάνουµε την «ταυτότητά» µας.
Η ουσία του γαστρονοµικού τουρισµού κρύβεται στην αυθεντική κουζίνα, στον σεβασµό της τοπικής κληρονοµιάς και στην γνήσια διάθεση για φιλοξενία!
* Γεωπόνος,
Τεχνολόγος Τροφίµων Γ.Π.Α
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης