Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς φτάσαμε σε τέτοια αποφορά που
αναδίδει ο δημόσιος βίος και η δημόσια σφαίρα της χώρας; Ποιες
εξελίξεις έδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη το ασύγγνωστο
δικαίωμα να θεωρεί ότι είναι «ιδιοκτήτης» της χώρας και δεν
λογοδοτεί για τίποτα και σε κανέναν;
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι ατάκτως ερριμμένα, ούτε τυχαία.
Αντιθέτως, ειδικά μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών, αλλά και
από τότε που φάνηκε πώς ακριβώς είχε αποφασίσει να
διαχειριστεί αυτή την υπόθεση η κυβέρνηση, κατέστη σαφές ότι
φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή όλο αυτό τον καιρό σιγά σιγά
υπέστημεν μιθριδατισμό: ως γνωστόν, ο όρος προέρχεται από τον
βασιλιά του Πόντου, Μιθριδάτη Στ’, που χορηγούσε τακτικά στον
εαυτό του ολοένα και μεγαλύτερες μη θανατηφόρες δόσεις
δηλητηρίων, ώστε να αναπτύξει ανοσία και να μην φοβάται ότι θα
τον δηλητηριάσουν.
Κάπως έτσι, λοιπόν, κι εμείς, παίρναμε διαρκώς μεγαλύτερες μη
θανατηφόρες για τη Δημοκρατία δόσεις αυταρχισμού και το
ανεχόμασταν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε, πολλές φορές, μέσω των
διαγγελματικού χαρακτήρα τηλεοπτικών μηνυμάτων του, τις
αποφάσεις του για την πανδημία και την περιστολή των ατομικών
δικαιωμάτων μας, χωρίς καν να αισθάνεται την ανάγκη να
λογοδοτήσει ή να τις δικαιολογήσει.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εκείνος επί των ημερών του οποίου
οι απευθείας αναθέσεις πέφτουν βροχή. Και όταν αποκαλύπτονται,
δεν κάνει καν στον κόπο να δώσει μία εξήγηση. Να δώσει
λογαριασμό, βρε αδερφέ.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν –και παραμένει, όπως φαίνεται από
την «τύχη» που θα έχει και η τρίτη ερώτηση Τσίπρα στην «Ώρα
του Πρωθυπουργού» για τις υποκλοπές…- εκείνος ο
πρωθυπουργός που δεν πήγαινε στη Βουλή να απαντήσει στις
ερωτήσεις που κατετίθεντο προς εκείνον, αν δεν τού άρεσε ή δεν
τον βόλευε το θέμα της ερώτησης στην δεδομένη κάθε φορά
επικοινωνιακή του τακτική.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν εκείνος που «πάγωνε» αιτήματα της
αντιπολίτευσης γαι διεξαγωγή προ ημερησίας διατάξεως
συζητήσεων, για ζητήματα που το κάθε κόμμα της αντιπολίτευσης
θεωρούσε σοβαρό.
Επίσης, ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης που ουδέποτε έδωσε λόγο
για τις υποκλοπές. Που απλώς ανακοίνωσε ότι θα επιμείνει στο
απόρρητο για την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και για τις
εργασίες της εξεταστικής. Και που «ξεμπέρδεψε» με κάτι γελοία
ρητορικά ερωτήματα, του τύπου «δεν είχα άλλη δουλειά να κάνω,
από το να παρακολουθώ τους υπουργούς μου, τις γυναίκες τους
και τη γραμματέα μου;».
Όλα αυτά συνέβαιναν αργά. Το ένα μετά το άλλο. Και, καθένα
ιδωμένο ξεχωριστά, δεν μας δημιουργούσε κάποιο σοκ. Η δόση
του δηλητηρίου μετατροπής μίας δυτικής Δημοκρατίας σε
μονοκομματικό κράτος δεν ήταν θανατηφόρα. Και κάπως έτσι,
συνηθίσαμε στο τέρας. Απλώς, οι αποκαλύψεις που διαδέχονται η
μία την άλλη είναι τέτοιες, που πλέον η αποφορά δεν αντέχεται.