Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί δραματικά με αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα των πολιτών στην Ελλάδα, να μην μπορεί να διεκπεραιώσει ούτε τις βασικές της ανάγκες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως τουλάχιστον 60% του εισοδήματος από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας καταλήγει στο ενοίκιο και ο πληθωρισμός συνεχίζει να ροκανίζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι πως μέσα στον Ιούλιο έχει μειωθεί κατά 19% η αγοραστική δύναμη όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, όπως υποστήριξε από τη Θεσσαλονίκη ο πρόεδρος του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γ. Αργείτης. Οι απώλειες βέβαια είναι μεγαλύτερες για όσους εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, φτάνοντας το 29,2%, δηλαδή η ακρίβεια τρώει το 1/3 του εισοδήματός τους.
Τα συνδικάτα και η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων ζητούν μέτρα στήριξης και ανακούφισης για να επιβιώσουν τον πλέον δύσκολο χειμώνα του 2023, μετρώντας ταυτόχρονα ήδη σοβαρότατες απώλειες καθώς, σύμφωνα με έρευνα της ΑLCO για λογαριασμό του ΙΝΕ, το 71% των εργαζομένων δηλώνει ότι η άνοδος των τιμών τούς έχει οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής (πολύ και αρκετά). Ακόμα χειρότερα, το 20% των εργαζομένων δηλώνει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν επιτρέπει να αντεπεξέλθει καθόλου στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης του ερχόμενου χειμώνα, ενώ το 47% δηλώνει ότι θα αντεπεξέλθει δύσκολα και μόνο το 30% δηλώνει ότι θα ανταποκριθεί σχετικά εύκολα.
Από τα στοιχεία της έρευνας της ALCO για λογαριασμό του ΙΝΕ ακόμα προκύπτει:
* Το 80% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν έχει υπάρξει αύξηση στον μισθό του εντός του 2022, γεγονός που αναδεικνύει περαιτέρω την αναγκαιότητα και την αξία των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, ενώ το 63% θεωρεί την αύξηση των μισθών και του κατώτατου μισθού ως το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού του επιπέδου από τις ανατιμήσεις στα είδη διατροφής και την ενέργεια, τη μείωση των ειδικών φόρων και φόρων κατανάλωσης το 31% και μόλις το 3% επιλέγει τη λύση των επιδομάτων.
* Το 39% των εργαζομένων δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του. Το 48% εξ αυτών δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 7 ώρες την εβδομάδα. Ωστόσο το 49% δηλώνει ότι δεν πληρώνεται για την υπερωριακή του εργασία.
Η μεγάλη πλειονότητα, το 65%, των εργαζομένων πιστεύει ότι η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να γίνεται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων και το 20% με απόφαση της κυβέρνησης.
* Τέλος, το 30% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από την εργασία του.
«Η ελληνική οικονομία και κοινωνία μετά από πολυετή λιτότητα βρίσκεται μπροστά σε ένα νέο κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά και η στασιμότητα των εισοδημάτων απειλεί την αγοραστική δύναμη πολλών νοικοκυριών και κοινωνικών ομάδων» σημειώνει η ΓΣΕΕ ζητώντας:
1. Αύξηση του κατώτατου μισθού στο επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης), δηλαδή πάνω από τα 751 ευρώ (σχεδόν 806 ευρώ), που αναμένεται να εξαγγείλει αύριο στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης.
2. Σημαντική αύξηση του ποσοστού κάλυψης των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας με στόχο το 70% των μισθωτών και θωράκισή τους με παράταση της ισχύος όλων των όρων των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μέχρι την ολοκλήρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέων.
3. Εισαγωγή φόρου επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών παροχής ενέργειας και διάθεση του ποσού για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Το βιοτικό επίπεδο στην χώρα μας πέφτει ολοένα και περισσότερο με την κυβέρνηση Μητσοτάκη από την μία πλευρά να φορολογεί τα υπερκέρδη των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι είναι και παραγωγοί ταυτόχρονα και από την αλλή να δανείζεται από τις αγορές για να επιδοτεί τους λογαριασμούς ρεύματος επιστρέφοντας τα χρήματα που πήρε πολλαπλάσια από την άλλη τσέπη των καρτέλ τα οποία στηρίζει ολοφάνερα.
Η κοινωνία είναι φανερά δυσαρεστημένη, καθώς δεν έχει λάβει καμία ουσιαστική στήριξη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπάθησε να ρήξει λάσπη στα μάτια των πολιτών μοιράζοντας ψύχουλα μέσω του Power Pass και του Fuel Pass, ενώ την ίδια στιγμή άνθρακας αποδείχθηκε ο θησαυρός σχετικά με την επιδότηση συσκευών από την οποία οι περισσότεροι αιτούντες “κόπηκαν”.
Παράλληλα, παράπανα εκφράζονται για τον ασαφή τρόπο που υπολογίζονται οι πρόσθετες χρεώσεις στους εκκαθαριστικούς λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς και για τους βραδύς ρυθμούς που γίνονται οι καταμετρήσεις από τον ΔΕΔΔΗΕ με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να καλούνται να πληρώσουν υπέρογκα πόσα.
Αγκάθι για την κοινωνία αποτελεί και η αδιαλλαξία των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι αρνούνται να προβούν σε μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, ζητώντας την αποπληρωμή των οφειλών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα λίγων μηνώ, καλώντας τους πολίτες να καταβάλουν υπέρογκα ποσά στους διακανονισμούς που έχουν συνάψει για την αποπληρωμή των οφειλών τους.