Υποκλοπές και Συνταγματικοί Παράμετροι

Της Νεκταρίας – Ελευθερίας Αγγελάκη από την Κυριακάτικη Kontranews

Στο ελληνικό Σύνταγμα και δη στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. …».

Δηλαδή κατοχυρώνεται ρητώς το απόρρητο της «ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο» και μάλιστα ως «απόλυτα απαραβίαστο» (άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο 1). Παρ’ όλη όμως αυτή την διακηρυσσόμενη απολυτότητα του απαραβίαστου, το ίδιο το Σύνταγμα στο δεύτερο εδάφιο της ιδίας συνταγματικής διάταξης προβλέπει τη δυνατότητα εξαιρέσεων, ορίζοντας ταυτοχρόνως και τις προϋποθέσεις του επιτρεπτού τους. Ανατίθεται, συγκεκριμένα, στον κοινό νομοθέτη να ορίσει «τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Τέλος, το Σύνταγμα αναθέτει στον νομοθέτη και τον καθορισμό των σχετικών με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής η οποία διασφαλίζει το ανωτέρω απόρρητο. Πράγματι τις ανωτέρω συνταγματικές επιταγές υλοποίησε ο κοινός νομοθέτης βασικά με τον Νόμο 2225/1994 «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» και τον Νόμο 3115/2003 «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 του Νόμου 4790/2021.

Το β’ εδάφιο της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 19 του Συντάγματος παραπέμπει στην «εγγυητική αποστολή του νομοθέτη», καθόσον αναφέρεται ρητά σε νόμο που «ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο» και οι οποίες ενισχύονται με τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ. Είναι δε γενικώς αποδεκτό ότι αυτή η πρόνοια του συνταγματικού κειμένου, σε συνδυασμό με την χρήση του όρου «εγγυήσεις» που οριοθετεί ουσιαστικά την νομοθετική επιφύλαξη, αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη προστασία του δικαιώματος μέσω της συσταλτικής ερμηνείας των λόγων που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου.

Εξάλλου, γίνεται χρήση του όρου «εθνική ασφάλεια» που αποτελεί αόριστη νομική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας εξειδικεύεται με πράξεις του νομοθέτη, της διοίκησης ή του δικαστή. Η συνταγματική θεωρία της Μεταπολίτευσης (Μάνεσης 1978, Αλιβιζάτος 1987, Παυλόπουλος 1988, Τασόπουλος 1993) έχει επανειλημμένα επισημάνει τον κίνδυνο καταχρηστικής επίκλησης της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ως λόγου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας, ικανής να δικαιολογήσει πρακτικές αυθαίρετης περιστολής αυτού του συνταγματικού δικαιώματος.

Σχετικά με τα «πολιτικά πρόσωπα» και ιδίως με όσα διαθέτουν βουλευτική ή άλλη θεσμική ιδιότητα, η προστασία του επίμαχου συνταγματικού δικαιώματος, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, για τον λόγο ότι δεν αφορά αποκλειστικά στο «υποκειμενικό» προστατευόμενο δικαίωμα, αλλά συνδέεται ευρύτερα με την ίδια την δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.

Περαιτέρω, το πλέγμα των οργανικών διατάξεων σχετικά με την Ε.Υ.Π, το οποίο θεσπίστηκε κατά βάση με τον ν. 4622/2019 για το Επιτελικό Κράτος και πληθώρα νομοθετημάτων του 2020, αποκρυσταλλώνει θεσμικά μία εκτεταμένη διοικητική δομή, άμεσα συνδεδεμένη με το «κέντρο διακυβέρνησης» και τη διοικητική εποπτεία του ίδιου του Πρωθυπουργού μέσω των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του. Αυτή η σώρευση εξουσιών στις υποστηρικτικές δομές του πρωθυπουργικού επιτελείου, ως στρατηγική θεσμική επιλογή της παρούσας Κυβέρνησης, ενισχύει την ούτως ή άλλως «αντικειμενική πολιτική ευθύνη» του Πρωθυπουργού για ένα θέμα «υψηλής πολιτικής» που αφορά την ίδια την ποιότητα της δημοκρατικής λειτουργίας.

Η γνώμη μας είναι ότι οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αποκαλύψουν δημοσίως τους λόγους για τους οποίους οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν τον κ. Ανδρουλάκη. Εάν μάλιστα δεν προκύψουν επιτακτικοί λόγοι «εθνικής ασφάλειας», η διάκριση του Πρωθυπουργού μεταξύ «νόμιμου» και «αποδεκτού» επιτείνει ακόμη περισσότερο την αντικειμενική πολιτική του ευθύνη, καθώς, αξιολογώντας ως «νόμιμη» μία μη επιβεβλημένη παρακολούθηση, μόνο και μόνο επειδή τηρήθηκε ο προβλεπόμενος διαδικαστικός τύπος, ισοδυναμεί, από νομική σκοπιά, με θεμελίωση της ανέλεγκτης προνομίας της Ε.Υ.Π. να παρακολουθεί οποιονδήποτε.

Συνεπώς, ο νομοθέτης θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του δικαστικού ελέγχου, εγκαθιδρύοντας ευρύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους δικαστικού ελέγχου των πράξεων της ΕΥΠ, οι οποίες περιορίζουν το κατά το Σύνταγμα απόλυτο δικαίωμα απορρήτου των επικοινωνιών. Είναι πάντως αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί από τον νομοθέτη η ιδιομορφία και συγκεκριμένα ο ευαίσθητος χαρακτήρας αυτών των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία και φέρει την ευθύνη και την υποχρέωση προστασίας της εθνικής ασφάλειας.

* Εργατολόγος και Μέλος της Ν.Ε. Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.

Δείτε επίσης

Τελευταία Άρθρα

Τα πιο Δημοφιλή