Του ΑΛΦΟΝΣΟΥ ΒΙΤΑΛΗ
Ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση τυπικά βγήκαν αλώβητοι από την τριήμερη μάχη στη Βουλή επί της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και την Πλεύση Ελευθερίας . Τυπικά επίσης είχαν και κέρδος, αφού πέραν των 158 της κυβερνητικής πλειοψηφίας , προστέθηκε και μία ακόμα ψήφος , αυτή του ανεξάρτητου βουλευτή προερχόμενου από τους “Σπαρτιάτες” και η πλειοψηφία που απέρριψε την πρόταση δυσπιστίας έφτασε τους 159. Σε άλλες περιπτώσεις θα πανηγύριζαν και δικαίως.
Ωστόσο το κοινωνικό κλίμα και η ευαισθησία που υπάρχει για την τραγωδία των Τεμπών , αλλά και οι παραιτήσεις των Μπρατάκου – Παπασπύρου , καταγράφουν μια άλλη πραγματικότητα. Ότι η «πανοπλία» του κ. Πρωθυπουργού έχει υποστεί «ρήγματα» και η Κυβέρνηση μάλλον «στραβά αρμενίζει» πρωτίστως στο μείζον πλέον ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών.
Αν ένα μάθημα υπήρξε από την περιβόητη υπόθεση που συντάραξε την Αμερική , αλλά και όλο τον κόσμο Το περιβόητο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ (Watergate Scandal) στην δεκαετία του 70, όταν ο τότε Πρόεδρος Νίξον ήταν στις δόξες του, αυτό ήταν πως ο Νίξον και ο Λευκός Οίκος τρώθηκαν μεν από την αποκάλυψη του σκανδάλου, ωστόσο αυτό που κλώνισε και στοίχησε στον τότε Πρόεδρο ήταν οι προσπάθειες συγκάλυψης του.
Οι εποχές και οι συνθήκες διαφορετικές , ωστόσο το «πολιτικό μάθημα» από την συγκλονιστική αυτή υπόθεση, άκρως επίκαιρο και διαχρονικό.
Ότι φαίνεται πως έμεινε πίσω με τις διπλές εκλογές του 2023 και τον πολιτικό θρίαμβο του 41% και ήττες του ΣΥΡΙΖΑ, επανέρχεται. Βεβαίως υπήρξαν και άλλα πολύ σημαντικά προβλήματα την περίοδο 2019-2023 (υποκλοπές, ακρίβεια κλπ) , όμως η τραγωδία στα Τέμπη , είναι η τραγωδία του απλού ανθρώπου και της οικογένειας του , δεν είναι η τραγωδία της διπλανής πόρτας , αλλά η τραγωδία που θα μπορούσε να έλθει για τον κάθε ένα. Η τραγωδία που αφορούσε πρωτίστως παιδιά. Και αυτό δεν ξεχνιέται. Θα δεσπόζει όσο δεν θα δίνονται πειστικές απαντήσεις σε μείζονα ερωτήματα και όσο δεν αποδίδονται οι ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν και με την συνδρομή της Δικαιοσύνης .
Και κέρδισε η αντιπολίτευση από αυτή την μάχη το επόμενο ερώτημα.
Και ΝΑΙ και ΟΧΙ
Ναι γιατί με τις παρεμβάσεις της κράτησε ψηλά ένα ευαίσθητο για όλη
την κοινωνία θέμα.
Ναι γιατί οι Πολιτικοί Αρχηγοί ήταν καλά προετοιμασμένοι και είχαν εξαιρετικά επιχειρήματα και καίρια ερωτήματα (που έμειναν ουσιαστικά αναπάντητα από την Κυβέρνηση).
Ναι γιατί πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος από την ευρύτατη εκλογική νίκη του κ. Μητσοτάκη κατάφεραν να συνεννοηθούν και να ενώσουν δυνάμεις για να καταθέσουν την πρόταση δυσπιστίας, η οποία παρήγαγεΜ πολιτικά αποτελέσματα (παραίτηση δύο Υπουργών, περαιτέρω φθορά της Κυβέρνησης κ.α.)
Όχι γιατί ακόμα κανένα από τα κόμματα που συνασπίστηκαν στην Μπρόταση δυσπιστίας (και πρωτίστως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) , δεν έχει κάνει βήματα για να δείξει ότι αποτελεί φερέγγυα εναλλακτική λύση.
Όχι γιατί παραμένουν οι βασικοί πυλώνες της (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) Μμικρομεσαία για την ώρα κόμματα .
Όχι γιατί απλά η ανάγκη της αριθμητικής (χρειάζονται τουλάχιστον 50 βουλευτές για πρόταση δυσπιστίας) , έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την Μδιαμόρφωση της σύγκλισης. Υπό τα σημερινά κοινοβουλευτικά δεδομένα κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν έχει από μόνο του την δυνατότητα να πάρει τέτοια πρωτοβουλία.
Ο κ. Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ έδειξαν σε αυτή την συγκυρία να είναι καλά προετοιμασμένοι για να τρέξουν μια τέτοια πρωτοβουλία και μάλιστα με ένα πολιτικό αιφνιδιασμό που ξεδιπλώθηκε με την αποκάλυψη για «μονταζιέρα» διαλόγων. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε και κρατούσε ψηλά το θέμα , φτάνοντας το στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όμως στην εγχώρια μάχη των εντυπώσεων πήρε την «μερίδα του μλέοντος» ο κ. Ανδρουλάκης.
Το ερώτημα είναι αν απομακρυνόμενοι από αυτή την συγκυρία , ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα του λεγόμενου προοδευτικού χώρου, μπορέσουν να συνεννοηθούν και για άλλες κοινές πρωτοβουλίες, ακόμα και για προγραμματικές συγκλίσεις.
Η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης , αν και τραυματισμένοι και με φθορά έχουν ακόμα σημαντικό προβάδισμα.
Οι δύο βασικοί πυλώνες της Κεντροαριστερής Αντιπολίτευσης ή μέσα από τον ανταγωνισμό τους θα ρίχνουν γέφυρες συνεργασίες ή θα παραμείνουν μικρομεσαία κόμματα (έστω και με κάποια ενίσχυση των δημοσκοπικών ποσοστών τους).
Η άλλη επιλογή, είναι, αν ένα από αυτά τα δύο κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) , πάρει καθαρό και σημαντικό προβάδισμα έναντι του άλλου στις Ευρωεκλογές , φανεί ότι μπορεί να “απειλήσει” την ΝΔ και “ σύρει” σε συνεργασία το άλλο .