Έχουν περάσει δύο µήνες από την ορκωµοσία του Τραµπ ως προέδρου των ΗΠΑ και έχει ήδη καταστεί απολύτως σαφές ότι οι Ηνωµένες Πολιτείες υπό τον Τραµπ δεν είναι σύµµαχοι της Ευρώπης.
Δεν χρειάζεται να θυµηθούµε τις αρχικές επεκτατικές δηλώσεις του για τη Διώρυγα του Παναµά, τον Καναδά ή τη Γροιλανδία, τις απειλές για εµπορικούς πολέµους, τον άµεσο διάλογο µε τον αυταρχικό ηγέτη Πούτιν, ο οποίος ευθύνεται για τον σοβαρότερο επιθετικό πόλεµο στην Ευρώπη από το 1945, ή την επίθεση του Αµερικανού αντιπροέδρου Βανς στην ευρωπαϊκή δηµοκρατία.
Με τη λεκτική επίθεση και την απόπειρα εξευτελισµού του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίµιρ Ζελένσκι µπροστά στις κάµερες στις 28 Φεβρουαρίου, ο Τραµπ πιστοποίησε το τέλος της δι-ατλαντικής συµµαχίας, τουλάχιστον όσο ο ίδιος είναι πρόεδρος.
Δεν µοιραζόµαστε πλέον την ίδια κοσµοθεωρία και τις ίδιες αξίες: την υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου, τις πολυµερείς συνεργασίες και τη δηµοκρατία.
Όσον αφορά την Ουκρανία, η συµπαιγνία του µε τον Πούτιν για την επιβολή µιας λύσης που νοµιµοποιεί την επιθετικότητα, δεν εγγυάται µακροπρόθεσµα την ασφάλεια της Ουκρανίας, ούτε της Ευρώπης.
Όσον αφορά την ευρωπαϊκή εδαφική άµυνα, είναι σαφές ότι δεν µπορούµε να βασιστούµε στις Ηνωµένες Πολιτείες -και ως εκ τούτου- ούτε στο ΝΑΤΟ, όπως το είχαµε αντιληφθεί µέχρι σήµερα, έναν Οργανισµό που θα εισέλθει σε περίοδο «χειµερίας νάρκης» για τα επόµενα τέσσερα χρόνια τουλάχιστον.
Τι πρέπει να γίνει;
Πρώτον, χρειάζεται συλλογική συνειδητοποίηση αυτής της νέας πραγµατικότητας. Ορισµένοι από τους ηγέτες της Ευρώπης πρέπει να βγουν από τη σύγχυσή τους. Κάποιοι αρνούνται να δεχτούν ότι οι Αµερικανοί υπό την ηγεσία Τραµπ δεν είναι φίλοι µας. Πρόκειται για καθαρή φαντασίωση. Όπως η Βρετανία το 1940, η Ευρώπη στέκεται µόνη της µπροστά στον κίνδυνο και πρέπει να αναλάβει πρώτη την ευθύνη να βοηθήσει την Ουκρανία και να διασφαλίσει την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και ασφάλεια.
Δεύτερον, πρέπει να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή οικονοµική και στρατιωτική υποστήριξή προς την Ουκρανία. Η αµερικανική βοήθεια µέχρι στιγµής ήταν κρίσιµη, αλλά δεν είναι αναντικατάστατη. Στην πραγµατικότητα, το συνολικό ποσό της ευρωπαϊκής βοήθειας είναι ήδη υψηλότερο. Υπάρχουν σε ευρωπαϊκά χέρια τουλάχιστον 200 δισεκατοµµύρια ευρώ από τα δεσµευµένα οικονοµικά περιουσιακά στοιχεία του επιτιθέµενου κράτους. Η Γερµανία πρέπει να παραδώσει τους πυραύλους µεγάλου βεληνεκούς Taurus και πρέπει να αρθεί κάθε περιορισµός στη χρήση όπλων κατά ρωσικών συµβατικών στρατιωτικών στόχων. Πρέπει να εµβαθύνουµε τις κυρώσεις κατά του ρωσικού πετρελαϊκού «στόλου-φάντασµα» και του έµµεσου εµπορίου µέσω της Κεντρικής Ασίας.
Τρίτον, πρέπει να αντιµετωπιστεί η διπλή γεωοικονοµική και γεωστρατηγική απειλή που θέτει ο Τραµπ. Με ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο που θα χρηµατοδοτείται από «κοινό χρέος» και νέους «ίδιους» πόρους για να καλυφθεί το κενό τεχνολογίας, επενδύσεων και ανταγωνιστικότητας, που εντοπίζεται στην Έκθεση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, και να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή αµυντική βιοµηχανία, συµπεριλαµβανοµένης της δηµιουργίας µιας Ευρωπαϊκής Τράπεζας Εξοπλισµών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση το έκανε αυτό λόγω της πανδηµίας του Covid. Τώρα αντιµετωπίζει και πάλι µια υπαρξιακή πρόκληση.
Αλλά δεν θα διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή συλλογική άµυνα µόνο µε την κοινή παραγωγή όπλων. Πρέπει να ενισχυθεί η πολιτική ένωση της Ευρώπης, καταργώντας τα εθνικά «βέτο» και δηµιουργώντας έναν ευρωπαϊκό πυλώνα στο ΝΑΤΟ, τον οποίο θα µπορούµε να ενεργοποιήσουµε ανεξάρτητα από την Ουάσινγκτον. Αυτό µπορεί να γίνει εφαρµόζοντας τις νοµικές βάσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για την κοινή ευρωπαϊκή άµυνα, ενώ παράλληλα θα µεταρρυθµίζουµε την Συνθήκη µε οµοσπονδιακή προοπτική.
* Πολιτικός Επιστήµονας-Διεθνολόγος,
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης
για την Οµοσπονδία της Ευρώπης – ΕΕνΟΕ