«Κοµίζουµε γλαύκας εις Αθήνας» αν αναφέρουµε ότι η συζήτηση στην πολιτική σφαίρα κυριαρχείται από το φαινόµενο της Πλεύσης Ελευθερίας.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχει καταφέρει µε τη διαχείριση της τραγωδίας των Τεµπών να εκτοξεύσει δηµοσκοπικά το κόµµα της. Ορισµένες δηµοσκοπήσεις της δίνουν ποσοστά ακόµα και µεγαλύτερα από 15% και τη δεύτερη θέση, αφήνοντας το ΠΑΣΟΚ στην τρίτη. Είναι δε χαρακτηριστικό πως αποκοµίζει ψήφους από όλα τα κόµµατα, ενώ δηµοσκόπηση εντόπισε ότι πολίτες που απείχαν στις προηγούµενες εκλογές δηλώνουν ότι θα τη ψηφίσουν. Εντυπωσιακό εύρηµα, όπως και η πρώτη θέση στους νέους ψηφοφόρους από 17 ως 34 ετών.
Και τα ερωτήµατα που τίθενται είναι τουλάχιστον δύο. Το πρώτο µέχρι πού θα φτάσει η δηµοσκοπική άνοδος και το δεύτερο αν το φαινόµενο θα έχει διάρκεια ή θα αρχίσει να υποχωρεί.
Στο πρώτο κανείς δεν µπορεί να δώσει σαφή απάντηση, αφού η δηµοσκοπική πορεία της Πλεύσης Ελευθερίας εξαρτάται ευθέως από την ένταση της υπόθεσης των Τεµπών. Συνεπώς εκείνο που µπορεί να ειπωθεί είναι πως όσο τα Τέµπη είναι στην πρώτη γραµµή του ενδιαφέροντος των πολιτών, το κόµµα της Ζωής Κωνσταντοπούλου θα κάνει υψηλές πτήσεις.
Στο δεύτερο ερώτηµα η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Οι πολίτες σε δηµοσκόπηση σε ποσοστό 18% εκτίµησαν ότι θα έχει διάρκεια στην πολιτική ζωή και δεν αποκλείουν να αποκτήσει ακόµα και κυβερνητική προοπτική, που σηµαίνει ακόµα µεγαλύτερη άνοδο. Το 22% υποστηρίζει ότι θα έχει διάρκεια, αλλά χωρίς κυβερνητική προοπτική και το 57% υποστηρίζει ότι ευνοείται από τη συγκυρία και δεν πρόκειται να έχει διάρκεια στην πολιτική ζωή.
Συγκρίσεις
Υπάρχουν ορισµένοι αναλυτές που κάνουν συγκρίσεις και αναγωγές µε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Λάθος, µεγάλο λάθος. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαφορετική, γιατί όταν έκανε το άλµα ήταν ένα κόµµα αρκετά οργανωµένο, µε οργανώσεις µελών, µε στελέχη και µε µικρή µεν,αλλά υπαρκτή διείσδυση σε κοινωνικές οργανώσεις, επιστηµονικούς φορείς, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η Πλεύση Ελευθερίας είναι το κόµµα της Ζωής Κωνσταντοπούλου αποκλειστικά. Είναι τέκνο της οργής των πολιτών, αλλά δεν είναι εδραιωµένο στην κοινωνία, ούτε σε οργανώσεις και φορείς. Το στοιχείο αυτό θα καθορίσει και τη διάρκεια της παραµονής σε υψηλά ποσοστά, όταν αλλάξει η ατζέντα που κυριαρχεί στη δηµόσια σφαίρα και στον πολιτικό διάλογο. Τότε θα δοθεί και η απάντηση στο ερώτηµα. Νωρίτερα η Πλεύση Ελευθερίας θα συνεχίσει τις υψηλές πτήσεις.
Χωρίς να υποστηρίζουµε πως η περίπτωση της Ζωής Κωνσταντοπούλου έχει άµεση σχέση λόγω τελείως διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων θα θέλαµε να υπενθυµίσουµε την εµφάνιση και αποκαθήλωση των κοµµάτων του Κωστή Στεφανόπουλου, του Αντώνη Σαµαρά και του Δηµήτρη Τσοβόλα. Εχουν, όµως, ένα κοινό χαρακτηριστικό. Την έλλειψη κοµµατικών οργανώσεων και σύζευξης µε κοινωνικούς, επιστηµονικούς, συνδικαλιστικούς φορείς.
Οταν λοιπόν αλλάξει η ατζέντα θα δοθεί και η απάντηση αν το κόµµα της Ζωής Κωνσταντοπούλου από τέκνο της οργής (ώριµο ή όχι µένει να απαντηθεί) θα αποδειχθεί και τέκνο της ανάγκης, θα λέγαµε παραφράζοντας τον ποιητή Κώστα Βάρναλη.
Συγκάλυψη
Αν κάποια δηµοσκοπική εταιρεία έθετε το ερώτηµα αν η απόφαση να λήξει η Προανακριτική και ο Χρήστος Τριαντόπουλος να παραπεµφθεί στο Δικαστικό Συµβούλιο αποτελεί κίνηση για την αποκάλυψη της αλήθειας για την τραγωδία στα Τέµπη ή κίνηση για συγκάλυψη, είναι σίγουρο πως η συντριπτική πλειοψηφία θα απαντούσε πως πρόκειται για συγκάλυψη.
Αυτή είναι η απάντηση που βλέπει όποιος µελετά σε βάθος τις δηµοσκοπήσεις και ειδικότερα τις ερωτήσεις που αφορούν στη συγκάλυψη, το «µπάζωµα», καθώς και αν η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη έκαναν ότι µπορούσαν για να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Τούτο σηµαίνει πως το τέχνασµα της κυβέρνησης µε την Προανακριτική που έχει σαν στόχο να φύγει από την πρώτη γραµµή της δηµοσιότητας θα αποτύχει. Κι αν ήταν µόνο η αποτυχία µικρό το κακό. Η απόφαση προκάλεσε ήδη και θα συνεχίσει να προκαλεί έναν ορυµαγδό αντιδράσεων από έγκριτους συνταγµατολόγους, τους συγγενείς των 57 που έχασαν τη ζωή τους, κόµµατα, οργανώσεις και φυσικά τους πολίτες.
Είναι απορίας άξιο πως το Μαξίµου (δεν νοµίζω να υπάρχει έστω και ένας Ελληνας που να µην πιστεύει ότι οι ένοικοι του Μεγάρου έλαβαν την απόφαση και στη συνέχεια έπεισαν τον Χρήστο Τριαντόπουλο να ζητήσει να παραπεµφθεί στο Δικαστικό Συµβούλιο) προχώρησε σε µία τέτοια επιλογή όταν οι δηµοσκοπήσεις έχουν προειδοποιήσει ότι οι πολίτες θεωρούν την κυβέρνηση ένοχη για τη συγκάλυψη και µαζί τη Δικαιοσύνη. Στην τελευταία δηµοσκόπηση οι πολίτες ρωτήθηκαν αν η κυβέρνηση έκανε ότι µπορεί για να πέσει φως στην τραγωδία των Τεµπών και το 80,1% απάντησε όχι. Συντριπτικό το ποσοστό και εξίσου συντριπτικό το χτύπηµα.
Στο ίδιο ακριβώς ερώτηµα για τη Δικαιοσύνη οι πολίτες απάντησαν αρνητικά σε ποσοστό 76,1%.Συντριπτικό κι΄ εδώ το χτύπηµα. Ενας θεσµός, ακρογωνιαίος λίθος για τη λειτουργία του πολιτεύµατος και την κοινωνική συνοχή είναι σε µεγάλη κρίση και αναξιόπιστος µε ευθύνη της κυβέρνησης και της ηγεσίας του. Πολύ επικίνδυνη εξέλιξη.
Αλήθεια και Δικαιοσύνη…
Και τί ζητούν οι πολίτες που κατά εκατοµµύρια βγήκαν στις πλατείες όλης της Ελλάδας, καθώς και σε πολλές του εξωτερικού; Το προφανές. Αλήθεια και δικαιοσύνη. Και όπως ήδη έχουµε επισηµάνει από αυτή τη στήλη, πριν από τα συλλαλητήρια της 28ης Φεβρουαρίου, το ποτάµι δεν γυρίζει πίσω. Για να είµαστε ακριβείς τώρα το ποτάµι φούσκωσε και έγινε πιο ορµητικό.
Αποφάσεις όπως αυτή για την κατάργηση της Προανακριτικής δεν κάνουν κάτι άλλο από το να φουσκώνουν ακόµα περισσότερο την ορµή του ποταµού.
Αν στο Μαξίµου πιστεύουν ότι µε φτηνά τεχνάσµατα θα υποχωρήσει το ενδιαφέρον για τα Τέµπη, πλανώνται πλάνην οικτράν και προπαντός κοστοβόρα πολιτικά. Και στις επόµενες δηµοσκοπήσεις θα το διαπιστώσουν.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να περάσουν τα Τέµπη σε δεύτερο πλάνο. Να αποκαλυφθεί η αλήθεια, να αποδοθεί δικαιοσύνη, να τιµωρηθούν οι ένοχοι και να επέλθει η κάθαρση. Οσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουν, τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσουν να ανακουφίζονται οι συγγενείς των 57 ψυχών που χάθηκαν και τόσο πιο γρήγορα η χώρα θα µπορέσει να αρχίσει να κλείνει τις πληγές της. Αν φυσικά η κυβέρνηση θέλει να «σπάσει αβγά» και να κλείσει πληγές, πράγµα που δεν είναι καθόλου προφανές. Το αντίθετο.