«Ξυπνήσανε οι σκλάβοι, Αντωνάκη»: η φράση από την
εμβληματική ταινία «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» με
πρωταγωνιστές τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου
περιγράφει απολύτως την κατάσταση που αυτή τη στιγμή
διαμορφώνεται στην λεγόμενη «βαριά βιομηχανία» της χώρας:
καίτοι ο τουρισμός έχει αρχίσει ορμητικά να κάνει την εμφάνισή του
και, παρά την ρωσική εισβολή και την «απώλεια» πολλών Ρώσων
τουριστών (αλλά και Ευρωπαίων που τούς επηρεάζει η διάχυτη
ανασφάλεια), τα δείγματα δείχνουν μία χρονιά-ρεκόρ, οι
επαγγελματίες δηλώνουν ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν 50.000
θέσεις εργασίας ελεύθερες και χαμηλό ενδιαφέρον για να
καλυφθούν.
Πίσω απ’ αυτό, βεβαίως, διάφοροι οικοδομούν για μία ακόμη φορά
το μύθο του Έλληνα νέου που θέλει να εργαστεί μόνο επί του
πεδίου του πτυχίου του ή που προτιμά να κάθεται και να παίρνει
«χαρτζιλίκι» από τους γονείς ή τους παππούδες παρά να εργαστεί.
Βεβαίως, αυτός ο «μύθος», που στήνεται επί ενός ιδιότυπου
διαγενεακού κοινωνικού «αυτοματισμού», δεν έχει μεγάλη σχέση
με την πραγματικότητα. Τουλάχιστον, όχι με τον τρόπο που
διάφοροι παρουσιάζουν την στάση αποχής των νέων από τις
50.000 χηρεύουσες θέσεις εργασίας στον τουρισμό. Η στήλη
αφήνει στην άκρη την αυτονόητη διαπίστωση ότι κάθε νέος που
έχει σπουδάσει κάτι ασφαλώς και δικαιούται να φιλοδοξεί να
εργαστεί στο αντικείμενο που επέλεξε και σπούδασε. Πέραν,
όμως, αυτού, το χαμηλό ενδιαφέρον για τις θέσεις εργασίας στον
τουρισμό δεν είναι καθόλου άσχετο με τις συνθήκες «γαλέρας» –
χωρίς καμία υπερβολή- που επικρατούν στην «βαριά βιομηχανία»
της χώρας.
Οι επιχειρηματίες του τουρισμού, οι «μεγάλοι» αλλά, δυστυχώς,
και πολλοί μεσαίοι και μικρομεσαίοι, πολλές φορές έχουν
αποδειχθεί «πρωταθλητές» στη μαύρη εργασία, στην καταπάτηση
των, εναπομεινάντων, εργασιακών δικαιωμάτων, στις ελαστικές
μορφές απασχόλησης. Όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε ακούσει ιστορίες
από κάποιον γνωστό ή φίλο για νέα παιδιά που πηγαίνουν στα
νησιά ή σε άλλους τουριστικούς προορισμούς για να εργαστούν
«σεζόν» και επιστρέφουν αποκαμωμένοι, ως εάν να τους είχε
στείλει ο Στάλιν σε γκουλάγκ στη Σιβηρία. Εργαζόμενοι στη
Μύκονο κοιμούνται σε κοντέινερ υποφέροντας από την ζέστη, στη
Σαντορίνη ξεκουράζονται σε ανήλιαγα υπόγεια, με πολλούς
εργοδότες να θεωρούν ότι και χάρη τους κάνουν που τούς έχουν
στη δούλεψή τους.
Όλα τούτα, μεταξύ των νέων που επιδιώκουν όντως να δουλέψουν
«σεζόν» για να εξασφαλίσουν τα λεφτά για τον μισό χειμώνα, είναι
ένα κοινό μυστικό. Όλοι τα συζητούν μεταξύ τους εδώ και χρόνια.
Και, ευτυχώς, πλέον δεν συζητούν μόνο πού οι συνθήκες θυμίζουν
λιγότερο «γαλέρα» από αλλού, αλλά και αν… αξίζει τον κόπο.
Όπως, δηλαδή, ακριβώς, στις ΗΠΑ εδώ και 1,5 χρόνο εξελίσσεται
το κύμα των «μεγάλων παραιτήσεων» από ανθρώπους που
συνειδητοποιούν ότι δεν θέλουν να σπαταλούν τη ζωή τους απλώς
και μόνο για να πληρώνουν τους λογαριασμούς και να κρατούν τη
μύτη (τη μύτη, ούτε καν το κεφάλι…) έξω από το νερό, έτσι κι εδώ
πολλοί εργαζόμενοι στον τουρισμό δεν είναι διατεθειμένοι να
σπαταλήσουν ένα καλοκαίρι και μεγάλο μέρος από την
αξιοπρέπειά τους για να εργαστούν υποαμειβόμενοι σε μία
γαλέρα, βοηθώντας κάποιον να πλουτίσει και να βγάλει τα
«σπασμένα» τριών σεζόν.
Οι 50.000 θέσεις εργασίας που δεν έχουν καλυφθεί δεν δείχνουν
«τεμπέληδες» νέους. Δείχνουν πως αν οι εργοδότες δεν αλλάξουν
νοοτροπία, τότε καλά θα κάνουν να αρχίσουν να φτιάχνουν τους
φραπέ και τις χωριάτικες σαλάτες μόνοι τους.