Έχει ξεκινήσει μία «τυπική», πια, περίοδος έντασης στις
ελληνοτουρκικές σχέσεις; Επιστρέφουν τα ελληνοτουρκικά πίσω
στην ταραγμένη περίοδο του 2020, που σημαδεύθηκε από την
έντονη δραστηριότητα των τουρκικών ερευνητικών σκαφών στο
Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο και από την επιχείρηση
εργαλειοποίησης των προσφύγων και των μεταναστών στον
Έβρο; Ίσως τα πράγματα να είναι κάπως πιο σοβαρά. Ίσως,
δηλαδή, να μην μιλάμε για μία τακτική κίνηση του τούρκου
προέδρου, αλλά για μία νέα, ανησυχητική και άκρως απρόβλεπτη
περίοδο που ανοίγει στα ελληνοτουρκικά.
Μπορεί, μ’ άλλα λόγια, δεδομένης της ρωσικής εισβολής στην
Ουκρανία και των ευρύτερων ανακατατάξεων που αυτή έχει
προκαλέσει στους παγκόσμιους συσχετισμούς, αλλά και επειδή ο
Ερντογάν έρχεται αντιμέτωπος με την «ώρα της αλήθειας», να έχει
στο μυαλό του πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με όσα
έχουμε ως τώρα ζήσει στις ταραχώδεις περιόδους των
ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Ο τούρκος πρόεδρος κατάφερε να διαψεύσει όλους τους αναλυτές
που θεωρούσαν ότι η «ομοφωνία» της Δύσης κατά της Ρωσίας και
υπέρ της Ουκρανίας δε θα άφηναν στην Άγκυρα άλλα περιθώρια,
πέραν της πλήρους σύγκλισης με την «ατλαντική» γραμμή. Ενώ
στην αρχή ο Ερντογάν φάνηκε πράγματι να ευθυγραμμίζεται με
την ανασύνταξη του ΝΑΤΟ και να κλείνει μέτωπα που είχε ανοίξει
με άλλες περιφερειακές χώρες, στη συνέχεια ακολούθησε μία
επαμφοτερίζουσα τακτική έναντι της Ρωσίας και τις τελευταίες δύο
εβδομάδες έχει επανέλθει στην «εθνική στρατηγική» που είχε και
στο παρελθόν. Ίσως να έχει ενθαρρυνθεί από την «κακοφωνία»
που πλέον εντοπίζεται εντός του ΝΑΤΟ αλλά και εντός της Ε.Ε,,
όπως επίσης και από τις αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των
«κορυφαίων» της Ε.Ε. (Μακρόν, Ντράγκι, Σολτς) σε σχέση με τις
ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν, άλλωστε, δεν δείχνει καμία διάθεση να
σιγήσουν τα όπλα και φαίνεται να προωθεί το σχέδιο συνέχισης
του «πολέμου δι’ αντιπροσώπων» σε βάρος της Ρωσίας, με θύμα,
βεβαίως, την Ουκρανία που έχει μετατραπεί σε ένα «πεδίο βολής
φθηνό» και τους ανθρώπους της. Οι Ευρωπαίοι, απ’ την άλλη,
βλέπουν την ενεργειακή και επισιτιστική κρίση να έρχεται και
θέτουν πλέον όρια στις ΗΠΑ ως προς την «εμπρηστική»
συμπεριφορά της.
Όλα τούτα, λοιπόν, προφανώς και έχουν οδηγήσει τον Ερντογάν
στην αναθεώρηση της στρατηγικής του. Αν αυτά συνδυασθούν με
την ισχύ που τού δίνει –εκ του καταστατικού του ΝΑΤΟ- η
πρόβλεψη ότι η ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στην
Συμμαχία περνά μέσα από το «ναι» της Άγκυρας, είναι σαφές ότι ο
Ερντογάν εργαλειοποιεί τα πάντα θέλοντας να προωθήσει τα
σχέδιά του στα ελληνοτουρκικά, να ακυρώσει την –όποια-
περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ φέρνει η
αμοιβαία ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία και η αγορά F-35
αλλά και να αποκτήσει εκ νέου πρόσβαση στα «προϊόντα» της
αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας.
Ωστόσο, για να αξιολογήσουμε την ακραία επιδείνωση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων –όχι μόνο σε φραστικό επίπεδο, αλλά
και σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα στο Αιγαίο και το FIR Αθηνών,
όπως επίσης και στην «κινητικότητα» που εμφανίζεται εκ νέου στο
προσφυγικό-μεταναστευτικό- τότε ίσως να πρέπει να
συνυπολογίσουμε έναν ακόμη παράγοντα: το πολιτικό σκηνικό της
γείτονος έχει «πάρει φωτιά», η αντιπολίτευση έχει φτάσει στο
σημείο να κατηγορεί τον Ερντογάν ότι βγάζει λεφτά στο εξωτερικό
για να… δραπετεύσει, ο πληθωρισμός έχει φτάσει στο 70% και οι
δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εποχή Ερντογάν δύει.
Συμπερασματικά, ο τούρκος πρόεδρος, που φέρεται να μαδά και
τη μαργαρίτα ενός εκλογικού αιφνιδιασμού, έχει πλέον να χάσει
πολύ λιγότερα από μία ακραία επιδείνωση ή εκτράχυνση των
ελληνοτουρκικών σχέσεων, απ’ όσα θα είχε σε όλες τις ως τώρα
«δύσκολες» φάσεις των μεταξύ μας σχέσεων. Και αυτό είναι κάτι
που πρέπει να αξιολογηθεί σοβαρά.