Πού πάνε τα λεφτά μας;

Με αφορμή την πανδημία, το στενό δημοσιονομικό πλαίσιο και την
συζήτηση περί «δημοσιονομικού χώρου» που έχει ανοίξει απ’
αφορμή της ακρίβειας και της ανάγκης αποτελεσματικής
απόκρουσής της, στη δημόσια σφαίρα διεξάγεται ήδη, έστω και σε
εμβρυακό προσώρας στάδιο, μία συζήτηση για τις πολιτικές
προτεραιότητες που απορρέουν από κάθε φορολογική ή άλλη
επιλογή οικονομικής πολιτικής. Η πραγματικότητα, άλλωστε, είναι
ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι γενικώς δυσχερής, το
δημόσιο χρέος δυσθεώρητο και ο χειμώνας που έρχεται δύσκολος.
Με άλλα λόγια, συντρέχουν όλοι οι λόγοι του κόσμου ώστε να
ανοίξουμε μία συζήτηση για το πόσο δεν περισσεύει ούτε ευρώ και
πόσο ελάχιστα είναι τα περιθώρια της «πολυτέλειας» να μην
πληρώνουν φόρους όσοι έχουν και να στραγγίζονται όσοι δεν
έχουν. Ή όσοι, τελοσπάντων, τα έχουν ανάγκη.
Τις περασμένες ημέρες δημοσιεύθηκαν ενδιαφέροντα άρθρα και
ενδιαφέροντα στοιχεία επ’ αυτού: για παράδειγμα, το γεγονός οτι η
Ελλάδα είναι από τις χώρες του κόσμου με την μικρότερη
φορολογία των μερισμάτων επί των κερδών, μάλλον δεν ακούγεται
πολύ δίκαιο, όταν μιλάμε για την ίδια χώρα που και το παραμικρό
ευρώ πάνω από το αφορολόγητο όριο φορολογείται με συντελεστή
άνω του 20%. Άλλωστε, γενικώς, στην Ελλάδα η μισθωτή εργασία
παραμένει άνισα επιβαρυμένη και οι μισθωτοί είναι τα λεγόμενα
«συνήθη υποζύγια» -εν μέρει αναλαμβάνοντας να
«ξελασπώσουν» τα δημόσια έσοδα από τους διαφυγόντες φόρους
που προέρχονται από ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες
κ.α.
Άλλο παράδειγμα: τελικά, μήπως θα ήταν προτιμότερο να
επιδοτούνται τα νοικοκυριά που έχουν ανάγκη με έναν ευθύ τρόπο,
αντί του «fuel pass» που ήδη εφαρμόζεται; Γιατί, το θέμα δεν είναι
απλώς να επιδοτεί το κράτος την χρήση αυτοκινήτου και μηχανής,
αλλά να βοηθά μεν με αποτελεσματικότερο τρόπο τους πολίτες
δίνοντας ταυτόχρονα και ένα μήνυμα περιορισμού της
κατανάλωσης καυσίμων. Άλλωστε, είναι κάτι παραπάνω από
σαφές ότι η φτηνή ενέργεια ανήκει πλέον σε άλλες εποχές και ότι
για καιρό –ίσως για χρόνια- θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τη
συνθήκη της ακριβής ενέργειας. Κατά συνέπεια, όλοι ανεξαιρέτως
θα πρέπει να αρχίσουμε να συνηθίζουμε αλλιώς και να
προσαρμόσουμε τη ζωή μας και τις καταναλωτικές συμπεριφορές
μας αναλόγως.
Όλη τούτη η συζήτηση έρχεται να ανοίξει την ώρα που η Κομισιόν
και η ΕΚΤ επιμένει στην ανάγκη «στοχευμένων μέτρων» και που η
κυβέρνηση απέδειξε, στην πανδημία, ρίχνοντας με «τυφλό» τρόπο
δισεκατομμύρια στην αγορά, ότι έχει αποτύχει στο να προσδιορίσει
ποιοι έχουν ανάγκη στήριξης και ποιοι όχι. Κάπως έτσι, πολλά από
τα χρήματα των «επιστρεπτέων» προκαταβολών έγιναν
καταθέσεις και οι μόνοι χαρούμενοι ήταν οι τράπεζες.
Αν, λοιπόν, αθροίσουμε τις της πανδημίας επιδοτήσεις με τις ως
τώρα ενισχύσεις για την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση, θα
δούμε ότι η χώρα έχει ξοδέψει μέσα σε 1,5-2 χρόνια περίπου 50
δισεκατομμύρια ευρώ, όταν τα οφέλη από το «κούρεμα» του PSI
(που διέλυσε ασφαλιστικά ταμεία, εκμηδένισε αποταμιεύσεις
ομολογιούχων και μας κόστισε πολύ πόνο και το δεύτερο
Μνημόνιο) ήταν 52 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σχετικά Άρθρα
Δείτε επίσης
Τελευταία Άρθρα
Τα πιο Δημοφιλή