Ποιος ελέγχει τους ελεγκτές; Το θεσµικό κενό της ΕΕ απέναντι στην απάτη
Toυ ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΑΠΑΔΗ *
Παρά τις διακηρύξεις περί «µηδενικής ανοχής» στη διαφθορά και την απάτη, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται για ακόµη µία φορά λιγότερο αποτελεσµατική απ’ όσο θα όφειλε στη διαχείριση και προστασία των ίδιων της των πόρων. Νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) λειτουργεί ως σαφής προειδοποίηση: το ευρωπαϊκό πλαίσιο καταπολέµησης της απάτης εµφανίζει σοβαρές δοµικές αδυναµίες, µε βασικότερη την ελλιπή ανταλλαγή πληροφοριών και τον περιορισµένο συντονισµό µεταξύ των αρµόδιων οργάνων.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Την περίοδο 2022–2024 κατατέθηκαν περίπου 27.000 καταγγελίες για απάτη στα ευρωπαϊκά όργανα που είναι επιφορτισµένα µε την καταπολέµησή της. Από αυτές, µόλις το ένα τρίτο κρίθηκε ότι άξιζε να οδηγηθεί σε έρευνα. Με άλλα λόγια, δύο στις τρεις καταγγελίες είτε «χάθηκαν» στη γραφειοκρατία είτε δεν αξιολογήθηκαν ποτέ ως επαρκώς σοβαρές. Το ερώτηµα που προκύπτει είναι απλό και πολιτικά εκρηκτικό: πόσες περιπτώσεις απάτης περνούν κάτω από το ραντάρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Η θεσµική αρχιτεκτονική κατά της απάτης είναι, στα χαρτιά, εντυπωσιακή. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) έχει την ευθύνη των ποινικών ερευνών, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέµησης της Απάτης (OLAF) διεξάγει διοικητικές έρευνες, ενώ Eurojust και Europol λειτουργούν υποστηρικτικά, σε συνεργασία µε τις εθνικές αρχές των κρατών-µελών. Ωστόσο, όπως επισηµαίνει το ΕΕΣ, οι νοµικές εντολές µπορεί να είναι σαφώς καθορισµένες, αλλά η πραγµατική συνεργασία παραµένει περιορισµένη.
Σύµφωνα µε την έκθεση, ο αριθµός των υποθέσεων στις οποίες τα ευρωπαϊκά αυτά όργανα αλληλοϋποστηρίχθηκαν τα τελευταία χρόνια είναι «σχετικά µικρός». Με απλά λόγια, τα εργαλεία υπάρχουν, αλλά δεν χρησιµοποιούνται στον βαθµό που απαιτείται. Σε µια Ένωση 27 κρατών, µε δισεκατοµµύρια ευρώ να διακινούνται µέσω ευρωπαϊκών ταµείων, η αποσπασµατική συνεργασία ισοδυναµεί µε θεσµική ανεπάρκεια.
Έρευνες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία
Ακόµη πιο ανησυχητική είναι η εικόνα στο πεδίο των ανακτήσεων. Οι έρευνες της OLAF και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας έχουν πράγµατι οδηγήσει στον εντοπισµό και τη δέσµευση σηµαντικών ποσών. Μόνο κατά την εξεταζόµενη περίοδο, η OLAF συνέστησε την επιστροφή 615 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισµό της ΕΕ. Όµως, µέχρι το τέλος του 2024, είχαν ανακτηθεί µόλις 23 εκατ. ευρώ. Ένα κλάσµα του συνολικού ποσού, που εγείρει σοβαρά ερωτήµατα για την αποτελεσµατικότητα του συστήµατος.
Την ίδια στιγµή, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δέσµευσε περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 3 δισ. ευρώ, ενώ το 2024 τα δικαστήρια διέταξαν τις εθνικές αρχές να ανακτήσουν 232 εκατ. ευρώ ως προϊόν εγκληµατικής δραστηριότητας. Κι όµως, παρά τα εντυπωσιακά αυτά µεγέθη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν γνωρίζει αν τα ποσά που οφείλονται στον ευρωπαϊκό προϋπολογισµό έχουν τελικά επιστραφεί στο σύνολό τους.
Ο λόγος; Η απουσία µηχανισµού παρακολούθησης. Όπως επισηµαίνει το ΕΕΣ, η Επιτροπή δεν διαθέτει σύστηµα για να ελέγχει αν και σε ποιο βαθµό εκτελούνται οι δικαστικές αποφάσεις ανάκτησης. Πρόκειται για µια θεσµική τρύπα που αφήνει περιθώρια όχι µόνο για καθυστερήσεις, αλλά και για οριστική απώλεια ευρωπαϊκών πόρων – χρήµατα που προέρχονται από τους φορολογούµενους πολίτες.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο δεν περιορίζεται στη διαπίστωση των προβληµάτων, αλλά απευθύνει και σαφείς συστάσεις. Καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλύσει τους λόγους για τις µεγάλες αποκλίσεις µεταξύ ποσών που προτείνεται να ανακτηθούν και αυτών που τελικά επιστρέφουν στα ταµεία της ΕΕ. Παράλληλα, ζητά να διερευνηθούν τα αίτια πίσω από τις χώρες ή τους τοµείς µε εξαιρετικά χαµηλά επίπεδα καταγγελιών, υπονοώντας ότι σε ορισµένες περιπτώσεις η απάτη µπορεί απλώς να µην καταγράφεται.
Η εικόνα που αναδύεται είναι βαθιά πολιτική. Μια Ένωση που αξιώνει δηµοσιονοµική πειθαρχία από τα κράτη-µέλη της, που επιβάλλει αυστηρούς ελέγχους για την εκταµίευση κονδυλίων και που επικαλείται το κράτος δικαίου, εµφανίζεται ανίκανη να διασφαλίσει ότι τα χρήµατά της προστατεύονται και επιστρέφονται όταν κλέβονται. Η απάτη δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτηµα· είναι ζήτηµα αξιοπιστίας.
Αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ενισχύσει άµεσα την εποπτεία, τον συντονισµό και τη διαφάνεια στο σύστηµα καταπολέµησης της απάτης, το µήνυµα που στέλνει είναι σαφές: µεγάλα ποσά µπορούν να χάνονται χωρίς ουσιαστικές συνέπειες. Και αυτό, σε µια περίοδο κοινωνικών ανισοτήτων και δηµοσιονοµικής πίεσης, υπονοµεύει ευθέως την εµπιστοσύνη των πολιτών στο ευρωπαϊκό εγχείρηµα.
* Πολιτικός αναλυτής,
Δηµοσιογράφος
Σχετικά Άρθρα
23/12/2025 - 21:44
23/12/2025 - 21:42
23/12/2025 - 21:36
Δείτε επίσης