Γνωρίζω ότι η κοινή γνώµη καταµαρτυρεί στον ευρωπαϊστή Κώστα Σηµίτη αποτυχίες και στην εξωτερική πολιτική, εκτίµηση άδικη και µη αντικειµενική, προερχόµενη κυρίως από εθνικιστές και «Τουρκοφάγους».
Πράγµατι, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον εκ των κορυφαίων αντιστασιακών εναντίον της χούντας, από τις γραµµές της Δηµοκρατικής Άµυνας, συνέπεσε µε την κρίση στα Ίµια, προϊόν όµως της πολιτικής του «παλαιού» ΠΑΣΟΚ. Κρίση που άφησε πίσω της τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, αλλά έληξε µε την αποτροπή κλιµάκωσης από θερµό επεισόδιο, σε γενικευµένη σύγκρουση. Ας θυµηθούµε πώς είχε προκύψει εκείνη η κρίση µε τον «πόλεµο των σηµαιών», στον οποίο συµµετείχαν πολλοί εκ δεξιών, δηµοσιογράφοι και πολιτικοί ή και τα δύο (Καρατζαφέρης, Κανέλλη κ.ά.).
Δυστυχώς, η νέα τότε ελληνική κυβέρνηση έπεσε στην καλοστηµένη παγίδα εκτιµώ, δεδοµένου ότι η πρώτη σηµαία στα Ίµια τοποθετήθηκε από δηµοσιογράφο της Χουριέτ. Αναµενόµενο, κατά την γνώµη µου, το «ευχαριστώ» Σηµίτη στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, σε περίπτωση που είχε ζητηθεί η παρέµβαση των υπερατλαντικών συµµάχων για αποτροπή της κλιµάκωσης, κάτι που επιθυµούσαν και οι ίδιοι, προς όφελος της συνοχής της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Εξαιρετικά προβληµατικές οι µετά τα Ίµια επιλογές, µε την κυβέρνηση Σηµίτη να αποφασίζει εξοπλιστικό πρόγραµµα µαµούθ που ο ΣΥΝ είχε έντονα επικρίνει, καταθέτοντας έγγραφο κείµενο µε τίτλο «Η άλλη πρόταση για την άµυνα της χώρας», ενόψει και των εκλογών του 1996. Κεντρικές ιδέες της πρότασης ο εξορθολογισµός των αµυντικών δαπανών και η διαφάνεια στις προµήθειες ώστε να έχουµε, όπως λέγαµε, «καλύτερη άµυνα µε λιγότερες δαπάνες». Δεν είχαµε όµως εισακουστεί, µε συνέπειες που βίωσε επώδυνα η χώρα µας µε την υπερχρέωση και τη χρεοκοπία του 2009-2010.
Όσο για την υπόθεση Οτσαλάν που επίσης είχε αρνητικές συνέπειες, το υπόβαθρό της ήταν άκρως εθνικιστικό, αντίστοιχες και οι αντιλήψεις των Ελλήνων άτυπων πρωταγωνιστών της, που είχαν «δασκαλέψει» και την εκπρόσωπο του PKK φθάνοντας στην Αθήνα από την Κένυα, να ζητήσει θρασύτατα την παραίτηση Σηµίτη, παρέµβαση που είχαν αποκρούσει µε κοινή τους δήλωση οι Λεωνίδας Κύρκος, και Μίκης Θεοδωράκης, θεωρώντας την προσβλητική για την πατρίδα µας.
Ευτυχώς, υπήρξε και «από µηχανής θεός» στο ελληνοτουρκικό δράµα, που ήταν οι σχεδόν ταυτόχρονοι σεισµοί σε Ελλάδα και Τουρκία, αρχές Σεπτεµβρίου 1999, που προκάλεσαν πρωτόγνωρο κύµα αλληλεγγύης µεταξύ των λαών των δύο χωρών, διευκολύνοντας την άρση του βέτο της χώρας µας στην τελωνειακή ένωση ΕΕ- Τουρκίας και ανοίγοντας έτσι τον δρόµο στην υποψηφιότητα ως µέλους της ΕΕ της γείτονος. Επιβεβαιώθηκε όµως στο Ελσίνκι και η αµετάκλητη πορεία ένταξης της Κύπρου, που συνέβη το 2004, παρά το «όχι» των ελληνοκυπρίων στο σχέδιο λύσης του Γενικού Γραµµατέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν.
Διευκρινίζω στο σηµείο αυτό ότι η πορεία της Κύπρου στην ΕΕ είχε αρχίσει το 1990, µε εκεί πρόεδρο τον υποστηριζόµενο από το ΑΚΕΛ Γιώργο Βασιλείου που είχε καταθέσει την υποψηφιότητα της Κυπριακής Δηµοκρατίας, παρά το γεγονός ότι µέχρι τότε, το µεγάλο κόµµα της κυπριακής Αριστεράς ήταν αντίθετο στην ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου. Βοήθησε, προφανώς, για την κυπριακή ένταξη και η κυβέρνηση Σηµίτη, κυρίως διά του αδικοχαµένου λαµπρού υφυπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Γιάννου Κρανιδιώτη.
* Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ