Η πολιτική αντιπαράθεση των τελευταίων –αρκετών- χρόνων εν
πολλοίς επικεντρώθηκε στην περίφημη υπόθεση Novartis, καθώς
η ΝΔ και εν μέρει το ΠΑΣΟΚ επιχείρησαν μία πολιτική αντεπίθεση
εκμεταλλευόμενοι τους άγαρμπους χειρισμούς της κυβέρνησης του
ΣΥΡΙΖΑ. Κάπως έτσι, αλλά και τη ευγενή φροντίδι των ΜΜΕ που
στηρίζουν αφειδώς την κυβέρνηση, στην Ελλάδα ήρθαν τα πάνω-
κάτω: για ένα ομολογημένο σκάνδαλο, για το οποίο οι ΗΠΑ
αποζημιώθηκαν για τις… δωροδοκίες που έγιναν στην Ελλάδα, στη
χώρα μας η έρευνα για τους πολιτικούς δεν τελεσφόρησε, οι
προστατευόμενοι μάρτυρες χαρακτηρίστηκαν «κουκουλοφόροι»
και έγιναν πολλές μεθοδεύσεις προκειμένου να αποκαλυφθεί η
ταυτότητά τους, ενώ τα κόμμα που κυβέρνησε όταν αυτές οι
αποκαλύψεις άρχισαν να δημοσιοποιούνται, βρέθηκε «στα
σχοινιά», απολογούμενο ακόμη και για… προσπάθεια «εκτροπής».
Κάπως έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ «πλήρωσε» την ανυπομονησία του να
εκμεταλλευθεί πολιτικά μία όντως σκανδαλώδη υπόθεση, ενώ τα
δύο κόμματα που θα έπρεπε να απολογούνται για όσα έγιναν από
τη Novartis επί των ημερών τους, έστησαν ένα πολιτικό
περιβάλλον στο οποίο ΝΔ και ΠΑΣΟΚ περιγράφονταν ως…
«θύματα» και ο ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα-σκευωρός, που με τη
συνδρομή ορισμένων δημοσιογράφων και εκδοτών, προσπαθούσε
να στείλει φυλακή τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Για να οικοδομηθεί και να στηριχθεί, λοιπόν, αυτό το αφήγημα περί
«σκευωρίας», ακούστηκαν λόγια «βαριά». Ο ένας έλεγε ότι «θα
τους πάει μέχρι τέλους». Ο άλλος ότι «θα τους γδάρει». Ο τρίτος
ότι θα τους «τελειώσει». Ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός
χαρακτήρισε τους δημοσιογράφους που είχαν εμπλακεί στη
δικογραφία «συμμορία» και μίλησε για «ελευθεροδολοφονία» (σ.σ.
προσωπικότητας) κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με την έννοια της
«ελευθεροτυπίας».
Και μετά ήρθε το δικαστικό βούλευμα: «σύννομες και
επιβεβλημένες», λοιπόν οι ενέργειες του Δημήτρη
Παπαγγελόπουλου, καμία «σκευωρία» στην υπόθεση Novartis,
απολύτως σωστός ο χειρισμός της εν λόγω υπόθεσης από την
Ελένη Τουλουπάκη –όπως και η απόδοση του καθεστώτος του
προστατεύομενου μάρτυρα στους χαρακτηριζόμενους από την ΝΔ
και το ΠΑΣΟΚ ως… «κουκουλοφόρους». Και μέσα σ’ όλα αυτά, η
πλήρης απαλλαγή δημοσιογράφων και εκδοτών.
Προφανώς, λοιπόν, τα ως άνω σηματοδοτούν την πλήρη
κατάρρευση του αφηγήματος περί «σκευωρίας» που υποτίθεται ότι
είχε στήσει ο ΣΥΡΙΖΑ για να σπιλώσει τους πολιτικούς του
αντιπάλους. Η κυβέρνηση, λοιπόν, προσπαθώντας να
αντιμετωπίσει την αμηχανία και το «μούδιασμα» που έχει
προκαλέσει η απόφανση των μελών του Δικαστικού Συμβουλίου
με το αμετάκλητο βούλευμα, έχει μια λογική «ε, κι αν είπαμε και
καμία κουβέντα παραπάνω, πάμε παρακάτω τώρα».
Μόνο που τα πράγματα δεν μπορεί να είναι τόσο απλά. Για
παράδειγμα, το να συλλαμβάνεται να λέει συνειδητά ψέματα ο
κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο ίδιος να δηλώνει μετά ότι η
δήλωσή του «δεν ήταν ακριβής» αλλά… το πολιτικό θέμα
παραμένει, προφανώς δεν μπορεί να περάσει έτσι.
Ούτε ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο κύριος «θα τους γδάρω», μπορεί να
«προσπερνά» το φιάσκο με ένα «οι δημοσιογράφοι είναι αθώοι,
πάμε παρακάτω τώρα».
Όχι, δεν πάμε καθόλου παρακάτω. Δεν πάμε τόσο εύκολα
παρακάτω όταν ένας άνθρωπος, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος,
περιγραφόταν τόσα χρόνια ως ο σκοτεινός «Ρασπούτιν» που
προσπαθούσε να στείλει τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ
φυλακή. Ούτε πάμε παρακάτω όταν μία ολόκληρη παράταξη
«πήρε» εκλογές ισχυριζόμενη ότι οι πολιτικοί της αντίπαλοι
παραλίγο να… εκτρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ή όταν άλλοι
έκαναν προσωπική προεκλογική εκστρατεία ως «θύματα» της
«πλεκτάνης», εκμεταλλευόμενοι μία «ιδιότητα» που τούς έδινε
χαρακτηριστικά «μάρτυρα» στα μάτια των ψηφοφόρων της
παράταξής τους και καθημερινό εισιτήριο για τις πρωινές
τηλεοπτικές εκπομπές και τα ραδιόφωνα.
Δεν πάμε παρακάτω γιατί δεν μπορεί αυτά τα πράγματα να
ξεπερνιούνται έτσι. Γιατί έγιναν και ελέχθησαν τόσα πολλά, που
έχει δίκιο ο κ. Σαμαράς να υποστηρίζει ότι τα πράγματα πρέπει να
πάνε «μέχρι τέλους». Απλώς, δεν είχε υπολογίσει ότι τα
υποτιθέμενα «θύματα», τελικά μάλλον ήταν οι θύτες.