Όπως έχει αρχίσει να διαφαίνεται εδώ και λίγο καιρό, σε ό,τι αφορά
στο Ουκρανικό έχουν συγκροτηθεί δύο «μπλοκ» απόψεων στη
Δύση ως προς το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει κανείς τη Ρωσία.
Το πρώτο μπλοκ αφορά τους «οπαδούς του Δικαίου», που
επιμένουν ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η Ρωσία γενικώς πρέπει να
ηττηθούν και να πληρώσουν βαρύ τίμημα για την απαράδεκτη
εισβολή σε μία ξένη χώρα και για τα εγκλήματα πολέμου που
συντελούνται κατά τη διάρκειά της. Ο σπονδυλικός άξονας αυτού
του μπλοκ της Δύσης είναι, φυσικά, οι ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν,
που, όπως παρατηρούν ολοένα και πιο σκωπτικά παράγοντες στο
Βερολίνο, τη Ρώμη, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες, «οικονομικά δεν
έχει να χάσει τίποτα απ’ όλο αυτό». Επίσης, στο ίδιο μπλοκ
βρίσκεται η Βρετανία, που ούτως ή άλλως διεκδικεί ένα ξεχωριστό
και «αυτοκρατορικό» αποτύπωμα στη διεθνή σκηνή στην μετά
Brexit εποχή, αλλά και κάποιες Βαλτικές και άλλες ευρωπαϊκές
χώρες, που ευλόγως ανήκουν στις ρωσοφοβικές χώρες της Ε.Ε.
Στον αντίποδα, βλέπουμε χώρες που έχουν αρχίσει να
συγκροτούν ένα μπλοκ των «οπαδών της ειρήνης και του
ρεαλισμού», επί τη βάσει δύο παραδοχών: πρώτον, ότι κάποια
στιγμή θα πρέπει να σιγήσουν τα όπλα και θα πρέπει να δοθούν
κίνητρα για να γίνει αυτό. Δεύτερον, ότι θα πρέπει όλες οι
κυρώσεις να υπακούουν στην αρχή ότι ο μόνος τρόπος να είναι
επιτυχημένες, είναι να «πονούν» περισσότερο εκείνον που τις
υφίστανται, παρά εκείνους που τις… αποφάσισαν. Πρόκειται για
μία φράση που έχουν επιμόνως επαναλάβει στελέχη της
γερμανικής κυβέρνησης, ο ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι,
κοινοτικοί αξιωματούχοι, αλλά και το Παρίσι δια του προέδρου
Μακρόν –που εξάλλου προσπαθεί να διατηρήσει μία ανοιχτή
γραμμή επικοινωνίας με τον Κρεμλίνο και τον ρώσο ομόλογό του,
ώστε να μην σβήσουν οι ελπίδες κατάπαυσης του πυρός.
Η Ελλάδα, ευθύς εξαρχής, πήρε το μέρος των «σκληρών» και δεν
άφησε καμία αμφιβολία ότι ανήκει στους «οπαδούς του Δικαίου»
και σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με ηθικό τρόπο το θέμα αυτό.
βέβαια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε να αποστεώσει την
υποτιθέμενη «ηθική» διάσταση των επιχειρημάτων της, λέγοντας
ότι στέλνουμε όπλα για να κάνουν και οι άλλοι το… ίδιο, αν, ο μη
γένοιτο, τα χρειαστούμε κάποτε. Αλλά εντάξει. Αυτή η αντίφαση
δεν είναι το βασικό πρόβλημα της «γραμμής» που τηρεί η ελληνική
κυβέρνηση. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα, όπως η ίδια η
πραγματικότητα αποδεικνύει, ανήκει σε εκείνους που, σε ολοένα
και περισσότερους τομείς, θα «πονέσουν» περισσότερο από τις
κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας απ’ ό,τι η ίδια η Μόσχα.
Σημειωτέον ότι ο γερμανός καγκελάριος ή ο ιταλός πρωθυπουργός
ή ο γάλλος πρόεδρος που αναπτύσσουν αυτό το σκεπτικό ούτε
«φιλορώσοι» είναι, ούτε με την πρακτική της εισβολής σε ξένες
χώρες «αλληθωρίζουν», ούτε έχουν σοκαριστεί λιγότερο από τον
έλληνα πρωθυπουργό ως προς τα εγκλήματα πολέμου που
λαμβάνουν χώρα με εντολή Πούτιν. Απλώς, κατανοούν ότι είναι
άλλο πράγμα να απεξαρτηθείς από το ρωσικό φυσικό αέριο και να
«κόψεις σχέσεις» με την Μόσχα με τους δικούς σου χρόνους και
εντελώς διαφορετικό να περάσουμε όλοι έναν αβίωτο οικονομικά
και ενεργειακά χειμώνα, που θα αυξήσει τους λαϊκισμούς και την
απελπισία στην Γηραιά Ήπειρο, απειλώντας και την ίδια τη συνοχή
της Ευρώπης.
Μέσα σε όλα αυτά, η δική μας χώρα έχει να διαχειριστεί από
προχθές και άλλη μια βαριά επίπτωση της απόφασής της να είναι
στην πρώτη γραμμή των «σκληρών» κατά της Μόσχας, κάνοντας
όσα ζητεί η Ουάσινγκτον κι ακόμη περισσότερα: ο λόγος, φυσικά,
για τα περίφημα «αντίποινα» εκ μέρους του Ιράν, που απειλούν
να «βραχυκυκλώσουν» συνολικά την ελληνική ναυτιλία. Τούτων
δοθέντων, αλλά και επειδή το εγγύς μέλλον θα είναι δύσκολο για
όλους, μήπως ο πρωθυπουργός να το ξανασκεφτόταν; Πριν
ανακαλύψουμε και άλλες επιπτώσεις της «σκληρής» γραμμής στο
άμεσο μέλλον…