Από τότε που ο παράγοντας «υποκλοπές» ήρθε να προστεθεί στο
ήδη φορτωμένο πολιτικό σκηνικό, τα εκλογικά σενάρια πήραν
φωτιά.
Μάλιστα, ειδικά το τελευταίο διάστημα, που η κυβέρνηση τελεί με
την αγωνία του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι κάθε Κυριακή που
ο Τύπος «κρεμιέται» στα μανταλάκια των περιπτέρων, η αίσθηση
του απρόβλεπτου στην πολιτική ζωή περισσεύει.
Ταυτοχρόνως, το εσωτερικό σκηνικό στη ΝΔ έχει ρηγματωθεί και,
παρά την ισχύ της συγκολλητικής ουσίας της εξουσίας, όλα έχουν
ένα όριο. Βουλευτές όπως η Όλγα Κεφαλογιάννη και ο Κώστας
Τζαβάρας, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής δεν
έχουν κρύψει τις διαφωνίες τους για τη διαχείριση της υπόθεσης.
Συν τοις άλλοις, όσο κι αν όλοι οι υπουργοί ομνύουν στον
πρωθυπουργό και δηλώνουν ότι «καλύπτονται» από τις
διαβεβαιώσεις τους ότι δεν παρακολουθούνται, η πραγματικότητα
είναι ότι η καχυποψία στη ΝΔ περισσεύει.
Στο μέτρο, λοιπόν, που η υπόθεση διερευνάται από την
Δικαιοσύνη και που οι φάκελοι είναι διασκορπισμένοι σε αρκετούς
δικαστικούς –και, άρα, δεν είναι τόσο απλό το σενάριο να υπάρξει
συγκάλυψη…- οι υποκλοπές ως αστάθμητη πολιτική μεταβλητή δε
θα πρέπει να αποκλείονται. Το αντίθετο.
Πολλοί στη ΝΔ τελούν σε αναμονή των νέων αποκαλύψεων,
ώσπου να δούμε αν θα φτάσουμε στο «μη περαιτέρω», που αν
δεν αμφισβητήσουν τον πρωθυπουργό, δε θα μπορούν να
«σταθούν» οι ίδιοι. Αν, δηλαδή, αποδειχθεί, για παράδειγμα, ότι
έχει γίνει παρακολούθηση Δένδια ή Χατζηδάκη με εντολή –ή έστω
με συγκατάβαση ή γνώση- Μαξίμου, τότε οι προαναφερθέντες
υπουργοί δε θα μπορούν να κάνουν ότι σφυρίζουν αδιάφορα,
όπως κάνουν ως τώρα.
Τότε, λοιπόν, ο πρωθυπουργός θα απολέσει τον έλεγχο, οι
πολιτικές εξελίξεις θα αυτονομηθούν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης
θα έχει μόνο μία εναλλακτική για να κατασιγάσει το κύμα
αμφισβήτησης που μπορεί να εγερθεί: να προκηρύξει εκλογές
ώστε να χρησιμοποιήσει την καταφυγή στις κάλπες ως έναν τρόπο
να αναβαπτιστεί και να «εκβιάσει» την ενότητα της ΝΔ ενόψει της
ανάγκης επανεκλογής όλων όσοι θα μπορούσαν να τον
αποσταθεροποιήσουν.