Έχει πολλάκις αναλυθεί –και δεν χρειάζεται περαιτέρω
αιτιολόγηση- γιατί η αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών,
σε συνδυασμό με τον τρόπο διαχείρισης της υπόθεσης αυτής από
την κυβέρνηση, έχουν φέρει τα πάνω κάτω σε σχέση με την
πολιτική συμμαχιών των δύο βασικών πολιτικών κομμάτων.
Πριν εντοπίσουν οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωβουλής την
«μόλυνση» στο κινητό του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, αλλά και πριν
φανεί ότι η κυβέρνηση οχυρώνεται πίσω από το απόρρητο και με
τη φράση «όλα στο φως» εννοεί το… αντίθετο, τα πράγματα στα
μάτια της πλειονότητα της κοινής γνώμης ήταν πάνω-κάτω,
προκαθορισμένα, δεδομένου και του ευρέος προβαδίσματος της
ΝΔ στις δημοσκοπήσεις: όλοι σκέφτονταν, πάνω-κάτω, ότι ακόμη
κι αν η ΝΔ δεν κατάφερνε να «πιάσει» τον πήχυ του 37% που
απαιτείται και στις επαναληπτικές εκλογές για την αυτοδυναμία, θα
«έβαζε», εκών άκων, «πλάτη» ο Νίκος Ανδρουλάκης,
προωθώντας ένα σενάριο επανάληψης της κυβέρνησης Σαμαρά-
Βενιζέλου, για να μην συντριβεί στις μυλόπετρες του
δικομματισμού. Άλλωστε, η ΝΔ ήταν πρώτη και εμφανιζόταν
σίγουρη για την πρωτιά, ενώ ταυτοχρόνως η ισχυρή αντι-ΣΥΡΙΖΑ
πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ καθιστούσε την Χαριλάου Τρικούπη έναν όχι
απλώς δυνητικό, αλλά σχεδόν… προεξοφλημένο κυβερνητικό
εταίρο. Αυτή η εικόνα υπονόμευε απολύτως και το αφήγημα περί
συμμαχιών που προσπαθούσε να ξεδιπλώσει στην κοινή γνώμη ο
ΣΥΡΙΖΑ: η Κουμουνδούρου εμφανιζόταν από την δεύτερη θέση να
μιλάει για «προοδευτική κυβέρνηση», την ώρα που το ΠΑΣΟΚ
άφηνε ορθάνοιχτο το σενάριο συγκυβέρνησης με τη Δεξιά και οι
μετρήσεις έδειχναν άνετη πρωτιά της ΝΔ και του Κυριάκου
Μητσοτάκη.
Όμως, με τις υποκλοπές όλα άλλαξαν: καίτοι οι δημοσκοπήσεις να
συνεχίζουν να δείχνουν ως «καθαρά» πρώτη -έστω και ως
αναμφίβολα τραυματισμένη- την ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη,
όμως πλέον το να προεξοφλήσει κανείς ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης
θα προσφέρει χείρα βοηθείας για να περάσει κι άλλο χρόνο στο
Μέγαρο Μαξίμου, μοιάζει μάλλον με σενάριο επιστημονικής
φαντασίας. Ταυτοχρόνως, την ώρα που η ΝΔ «χάνει» το ΠΑΣΟΚ
ως «δεδομένο» και «προβλέψιμο» σύμμαχο, το σκάνδαλο των
υποκλοπών έχει εξ αντικειμένου πυροδοτήσει κοινό βηματισμό
όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης: είναι χαρακτηριστικό το
πώς όλοι πλέον πιέζουν την κυβέρνηση, στηρίζοντας το αίτημα του
Αλέξη Τσίπρα για σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και
Διαφάνειας στη Βουλή μετά την αποκάλυψη για την παγίδευση του
κινητού του Χρήστου Σπίρτζη με το κακόβουλο λογισμικό Predator.
Με άλλα λόγια, εφεξής τα δύο βασικά κόμματα εξουσίας διεκδικούν
την ψήφο των πολιτών έχοντας άλλες δυνατότητες και πιθανότητες
συγκρότησης κυβέρνησης: το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί
«προοδευτικής κυβέρνησης», που έμοιαζε σχεδόν ανέφικτο ως τα
μέσα του περασμένου καλοκαιριού, πλέον «πατά» στη
πραγματικότητα. Ταυτοχρόνως, η ΝΔ εμφανίζεται να επιδιώκει την
αυτοδυναμία όχι απλώς επειδή θέλει να κυβερνήσει μόνη της,
αλλά και για έναν ακόμη λόγο: ότι επί της ουσίας, ο μόνος
δυνητικός -κι αυτός όχι δεδομένος, όμως- σύμμαχός της είναι η
«Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου. Όμως, αυτή η
συζήτηση δεν είναι απλή υπόθεση, καθώς η δυνατότητα του κάθε
κόμματος εξουσίας να βρει συμμάχους κρίνει και την
«κυβερνησιμότητά» του. Κατά πόσον, δηλαδή, θεωρείται πως η
ψήφος σε αυτό το κόμμα οδηγεί όντως σε συγκρότηση
κυβέρνησης. Και επειδή, ειδικά στον χώρο του πολιτικού Κέντρου,
υπάρχουν πολλοί πολίτες που ψηφίζουν με τη λογική της
«χρήσιμης ψήφου» και επιδιώκουν να αισθάνονται ότι με την ψήφο
τους επισφραγίζουν τις πολιτικές εξελίξεις, το ότι η
«κυβερνησιμότητα» της ΝΔ πλέον θαμπώνει ενόσω του ΣΥΡΙΖΑ
ενισχύεται, είναι ένα μέγεθος που μπορεί να «μετρηθεί» και στις
επόμενες δημοσκοπήσεις, αλλά κυρίως στην κάλπη.