Δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στην πολιτική ανάλυση
για να προεξοφλήσει ότι τουλάχιστον το πρώτο μισό του 2023,
που είναι εκλογικό χωρίς αμφιβολία, δύσκολα η πολιτική συζήτηση
θα φτάσει σε βάθος. Όταν η αυλαία της προεκλογικής περιόδου
ανοίγει –είτε ατύπως, όπως συμβαίνει τώρα, είτε τυπικώς με την
προκήρυξη των εκλογών και την διάλυση της Βουλής-
περισσεύουν τα πολλά ντεσιμπέλ, οι κορώνες και η αναπόφευκτη
προεκλογική συνθηματολογία. Κι όμως, μόνο το τελευταίο
διάστημα έχουν δει το φως της δημοσιότητας ορισμένα στοιχεία
που καλό είναι να αναλυθούν και να αποτελέσουν απαρχή για
δύσκολες, άβολες αλλά απαραίτητες συζητήσεις. Αν, τουλάχιστον,
θέλουμε να πάμε μπροστά ως χώρα, σε μία συγκυρία που όλα
δείχνουν ότι, αργά ή γρήγορα, θα οδηγηθούμε στην δημοσιονομική
προσαρμογή, ορισμένες συζητήσεις πρέπει να γίνουν.
Παράδειγμα πρώτο: ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι για λόγους
φορολογικής δικαιοσύνης και ισότητας, το αφορολόγητο των
10.000 ευρώ θα εφαρμοστεί για όλους: είτε είναι μισθωτοί του
ιδιωτικού ή του δημοσίου τομέα, είτε συνταξιούχοι, είτε ελεύθεροι
επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Ως εδώ καλά. Προφανώς δεν
πρέπει να υπάρχουν πατρίκιοι και πληβείοι στην φορολογία.
Όμως, αξίζει να αναρωτηθούμε: το αφορολόγητο ως μέτρο
γενικώς, βοήθησε; Απέδωσε; Το πρόσφατο –αλλά και το απώτατο-
παρελθόν γεννά σοβαρές αμφιβολίες: κάθε φορά που το
αφορολόγητο αναπροσαρμοζόταν, όλως τυχαίως
«αναπροσαρμόζονταν» και τα δηλούμενα εισοδήματα πολλών
φορολογουμένων, ώστε να «καλύπτονται» απ’ αυτό. Με άλλα
λόγια, σε πολλές περιπτώσεις έχει λειτουργήσει ως «ομπρέλα» για
την φοροαποφυγή και όχι ως δίχτυ κοινωνικής προστασίας των
αδύναμων.
Παράδειγμα δεύτερο: με αφορμή το περίφημο «market pass», που
θα εφαρμοστεί από τον άλλο μήνα, μάθαμε ότι βάσει των
στοιχείων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και της ΑΔΑΕ, το
85% των Ελλήνων είναι δικαιούχοι του επιδόματος, αφού
δηλώνουν εισοδήματα έως 24.000 ευρώ, προσαυξανόμενα κατά
5.000 για κάθε παιδί. Αν, όμως, όλοι μας κάνουμε μία βόλτα στους
εμπορικούς δρόμους, αν δούμε γύρω μας τί και πόσα αυτοκίνητα
κυκλοφορούν και περιδιαβούμε στα καταστήματα εστίασης και
διασκέδασης ακόμη και τις καθημερινές, τότε θα διαπιστώσουμε
ότι είναι φύσει αδύνατον η εικόνα που προσλαμβάνουμε γύρω μας
να συμφωνεί με την «διαπίστωση» ότι… 8,5 στους 10 Έλληνες
βγάζουν λιγότερα από 24.000 ευρώ τον χρόνο ή, ως ζευγάρια,
λιγότερα από 1.000 ευρώ τον μήνα.
Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα της φορολογητέας ύλης που
διαφεύγει από το κράτος και δεν φορολογείται όπως πρέπει –για
την ακρίβεια, δεν φορολογείται καθόλου. Χρειάζονται, λοιπόν,
ελεγκτικοί μηχανισμοί αλλά και μία συζήτηση για τους «έξυπνους»
τρόπους φορολόγησης και εντοπισμού του χρήματος, ώστε να
πληρώνουν όσοι πρέπει όσα πρέπει και μπορούν. Και αυτή είναι
μία συζήτηση που μόνο η Αριστερά και ευρύτερα οι προοδευτικές
δυνάμεις μπορούν να ανοίξουν αποφεύγοντας τους όρους
κοινωνικού αυτοματισμού.