Το ουκρανικό έχει πυροδοτήσει μία κατάσταση που δεν την
βλέπουμε συχνά στην παγκόσμια Ιστορία: να τελούν σε
κατάσταση… εμπορικού πολέμου, με άκρως αντιτιθέμενα
συμφέροντα, η πρώτη και η δεύτερη δύναμη του ίδιου «μπλοκ».
Ο λόγος για τις ΗΠΑ και τη Γερμανία ή, καλύτερα, για τις ΗΠΑ από
τη μία και τις Γερμανία-Γαλλία από την άλλη, καθώς οι Όλαφ Σολτς
και Εμανουέλ Μακρόν έχουν ήδη παραδεχθεί ότι οι
φοροαπαλλαγές και το «ζεστό χρήμα» ύψους 370
δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει «ρίξει στην οικονομία του ο
πρόεδρος Μπάιντεν για την πράσινη ενέργεια, επί της ουσίας
αποτελούν ανοιχτή πρόσκληση σε όλες τις ευρωπαϊκές
βιομηχανίες να μετακομίσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ας δούμε πώς παρουσιάζει το θέμα το περιοδικό Der Spiegel,
μέσα από την πάντα έγκυρη και έγκριτη ματιά του συνδρομητικού
Newsletter, Kreport, των Κ. Καλλίτση-Π. Τσίμα: «Το γερμανικό
περιοδικό Der Spiegel δεν μασά τα λόγια του και μιλάει ανοιχτά για
επερχόμενο εμπορικό πόλεμο Ουάσιγκτον-Ευρώπης, με καταλύτη
το κόστος της ενέργειας στους δύο ανταγωνιστικούς πόλους.
Όπως σημειώνει το έγκυρο περιοδικό, μετά τη διάρρηξη της
στρατηγικής ενεργειακής συμμαχίας του Βερολίνου με τη Μόσχα,
οι ΗΠΑ είναι ο πιο ελκυστικός τόπος επενδύσεων και ο κίνδυνος
μιας βίαιης αποβιομηχάνισης της Γερμανίας, αλλά και συνολικά της
Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ήδη ορατός», σημειώνεται στο
περιοδικό, με το Kreport να συνεχίζει ως εξής: «Το τολμηρό
δημοσίευμα, επί της ουσίας και εμμέσως πλην σαφώς, υπονοεί ότι
κύριος στόχος της Ουάσιγκτον δεν είναι η υπεράσπιση της
Ουκρανίας αλλά ο βίαιος τερματισμός της σχέσης Γερμανίας με
Ρωσία στον τομέα της ενέργειας. Μέχρι πριν εννέα μήνες το
Βερολίνο είχε ως φερέγγυο προμηθευτή τη Μόσχα, η οποία, για
προφανείς γεωπολιτικές σκοπιμότητες, συγκρατούσε την τιμή του
φυσικού αερίου. Από την πλευρά της η Ρωσία, στην περίπτωση
της Γερμανίας, είχε βρει τον πιο αξιόπιστο και αξιόχρεο πελάτη
στην Ε.Ε.».
Τώρα, όλα αυτά αλλάζουν. Η φθηνή ρωσική ενέργεια «γιοκ» για τη
Γερμανία, η Γαλλία είναι εγκλωβισμένη στα δικά της αδιέξοδα και οι
ΗΠΑ αποτελούν έννα μαγνήτη που θα μπορούσε τω όντι να
σημάνει μία βίαιη αποβιομηχάνιση της Γηραιάς Ηπείρου. Βεβαίως,
όλο αυτό θα μπορούσε να αναστραφεί, αν στο Παρίσι, το
Βερολίνο, τις Βρυξέλλες, τη Ρώμη, τη Μαδρίτη και αλλού,
καταλάβαιναν ότι το νέο παγκόσμιο τοπίο που διαμορφώνεται δεν
θα είναι διαχειρίσιμο από κάθε ευρωπαϊκή χώρα μόνη της, αλλά
μόνο αν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν πως ήρθε η ώρα της
«περισσότερης Ευρώπης». Μόνο που ως τώρα, η θεωρία ότι η
Ευρώπη ενισχύεται μέσω των κρίσεων, δυστυχώς έχει διαψευστεί
οικτρά και επαναλαμβανόμενα.