Νότης Μαριάς: Οι γεωγραφικοί εφοδιαστικοί περιορισμοί «θρέφουν» τις πολυεθνικές
* Καθηγητής Θεσμών της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην Ευρωβουλευτής
Μοιραστείτε το
Tου ΝΟΤΗ ΜΑΡΙΑ *
Eπιστολή για την ακρίβεια που προκαλούν οι πολυεθνικές μέσω των περίφημων Γεωγραφικών Εφοδιαστικών Περιορισμών απέστειλε στις αρχές της εβδομάδας ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) φον ντερ Λάϊεν.
Στην Επιστολή ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισημαίνει πέραν των άλλων και τα εξής:
«Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική αγορά, αλλά και τις αγορές άλλων κρατών-μελών όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Κροατία, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Δανία, το Λουξεμβούργο και η Σλοβακία είναι οι αδικαιολόγητα υψηλές τιμές στις οποίες πωλούνται επώνυμα βασικά καταναλωτικά προϊόντα πολυεθνικών επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας από τους βασικούς λόγους που προκαλούν την ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση είναι οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί (Territorial Supply Constraints – TSCs) που επιβάλλουν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις μεταξύ των αγορών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δεσπόζουσα θέση που έχουν στις αγορές, κυρίως, των μικρότερων από αυτά. Το αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι η δημιουργία σημαντικών διαφορών στις τιμές πώλησης βασικών καταναλωτικών προϊόντων που δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς παράγοντες ή το μέσο εισοδηματικό επίπεδο των πολιτών των κρατών-μελών» (www.protothema.gr, 20/5/2024).
Οι περίφημοι TSCs είναι εδαφικοί περιορισμοί εφοδιασμού που συνιστούν εμπορικές πρακτικές υπέρ των μονοπωλιακών ομίλων που εμποδίζουν τους λιανοπωλητές ή τους χονδρεμπόρους να προμηθευτούν προϊόντα από προμηθευτή της επιλογής τους σε κράτος μέλος της επιλογής τους. Οι περιορισμοί συχνά συνίστανται σε άρνηση προμήθειας, αλλαγές στη συσκευασία και απαιτήσεις περιεχομένου ή προορισμού. Εάν όμως οι έμποροι λιανικής ήταν σε θέση να αγοράσουν προϊόντα στη χώρα όπου είναι φθηνότερα, τότε οι καταναλωτές της ΕΕ θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν περίπου 14,1 δισεκατομμύρια ευρώ (ή 3,5 %) στις αγορές τους και -εξίσου σημαντικό- θα είχαν πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα των προϊόντων.
Μελέτη για τις αυξήσεις των τιμών
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ότι το ζήτημα των Γεωγραφικών Εφοδιαστικών Περιορισμών και ο τρόπος με τον οποίον οδηγούν στην ουσία στην αύξηση των τιμών των πολυεθνικών είχε τεθεί υπόψη της Κομισιόν ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 με αφορμή σχετική Μελέτη, ενώ τον Δεκέμβριο του 2020 διοργανώθηκε και σχετικό σεμινάριο από την Κομισιόν.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι οι μισοί από τους εμπόρους λιανικής και χονδρικής που ερωτήθηκαν αντιμετώπισαν εδαφικούς περιορισμούς εφοδιασμού όταν αγόραζαν επώνυμα προϊόντα πολυεθνικών στο εξωτερικό. Επιπλέον είχε επισημανθεί ότι οι διάφορες πολυεθνικές που πωλούν επώνυμα προϊόντα επιβάλλοντας γεωγραφικούς εφοδιαστικούς περιορισμούς στην ουσία καταφέρνουν να τιμολογούν ακριβότερα τα προϊόντα τους σε αγορές με ολιγοπωλιακή δομή, όπως είναι η Ελληνική αγορά απ’ ό,τι τα πωλούν σε μεγαλύτερες αγορές όπου συνήθως υφίστανται αυξημένο ανταγωνισμό από άλλες πολυεθνικές.
Έτσι οι πολυεθνικές τιμολογούν ένα επώνυμο προϊόν ανάλογα με την αγορά στην οποία απευθύνονται προσπαθώντας να εξασφαλίσουν το μέγιστο σε κάθε περίπτωση κέρδος. Στο πλαίσιο αυτό πχ για διάθεση στη γαλλική αγορά λαμβάνουν υπόψη τον ανταγωνισμό που υφίστανται από άλλα αντίστοιχα ανταγωνιστικά προϊόντα άλλων πολυεθνικών και ως εκ τούτου η τελική τιμή πώλησης του προϊόντος είναι σχετικά χαμηλή. Όταν όμως τιμολογούν το ίδιο προϊόν για μια αγορά με ολιγοπωλιακή δομή όπως είναι η Ελληνική ή άλλες μικρές σε όγκο αγορές, τότε τιμολογούν το προϊόν αυτό σε υψηλότερη τιμή. Ταυτόχρονα όμως δεν επιτρέπουν σε οποιονδήποτε χονδρέμπορο επιθυμεί να μπορέσει να αγοράσει το προϊόν αυτό απευθείας από τη Γαλλία στην παραπάνω χαμηλότερη τιμή επιβάλλοντας με διάφορες δικαιολογίες τους παραπάνω παράνομους Γεωγραφικούς Εφοδιαστικούς Περιορισμούς που αναλύσαμε. Έτσι στην Ελλάδα το εν λόγω προϊόν εισάγεται και πωλείται μόνο από την ίδια την πολυεθνική ή τους άμεσους συνεργάτες της και φυσικά σε υψηλότερη τιμή από αυτήν της Γαλλίας.
Μέτρα
Τυπικά, οι αρχές της ΕΕ και κυρίως η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ αλλά και οι αντίστοιχες αρχές των κρατών μελών της ΕΕ όπως είναι οι εθνικές επιτροπές ανταγωνισμού υπό όρους θα μπορούσαν να λάβουν μέτρα κατά των πολυεθνικών επιβάλλοντας σχετικά πρόστιμα. Κάτι τέτοιο έγινε ήδη το 2020 σε σχέση με διασυνοριακή εμπορία μπύρας οπότε και η Κομισιόν επέβαλε σε συγκεκριμένη πολυεθνική πρόστιμο EUR 200 409 000.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 19 Μαΐου 2021 το ζήτημα της λήψης μέτρων κατά των πολυεθνικών μέσω της απαγόρευσης της λειτουργίας των TSCs τέθηκε με Γραπτή Ερώτηση του μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και Βέλγου- Φλαμανδού ευρωβουλευτή Tom Vandenkendelaere. Και αυτό γιατί πέραν των άλλων τόσο από την παραπάνω μελέτη όσο και από άλλες μελέτες στις χώρες της Μπενελούξ είχε φανεί ότι τα TSCs οδηγούσαν σε αύξηση των τιμών των προϊόντων των πολυεθνικών στις χώρες αυτές.
Η απάντηση της Κομισιόν στις 3/8/2021 ήταν ότι «μέσω της επιβολής του νόμου περί ανταγωνισμού, η Επιτροπή, όποτε χρειάζεται, διερευνά και απαγορεύει πρακτικές εταιρειών που περιορίζουν τις διασυνοριακές πωλήσεις από χονδρεμπόρους ή λιανοπωλητές, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι πρακτικές εμπίπτουν στο άρθρο 101 ή 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ». Και συνέχισε με νόημα ότι «επιπλέον, η Επιτροπή εξετάζει μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των TSC. Η Task Force για την επιβολή της ενιαίας αγοράς θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύτιμο φόρουμ για την Επιτροπή και τα κράτη μέλη για να συζητήσουν τρόπους για να προχωρήσουν».
Δηλαδή «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι».
Μάλιστα το ζήτημα αυτό τέθηκε ξανά και τον Μάρτιο του 2023 στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες πλην όμως η απάντηση του Επίτροπου Haan ήταν ότι η Κομισιόν θα επιχειρούσε με τα συνήθη μέσα να αντιμετωπίσει το ζήτημα αυτό.
Στη συνέχεια το 2024 η Επιτροπή Ανταγωνισμού του Βελγίου εξέδωσε ειδική μελέτη για την απαγόρευση των TSCs και την επιβολή σχετικών μέτρων κατά των πολυεθνικών.
Μετά από όλα αυτά προκύπτουν συγκεκριμένα ερωτήματα, αν μπορούσε πράγματι το πρόβλημα της ακρίβειας να λυθεί με μέτρα που θα έπαιρνε η Κομισιόν, τότε:
1. Γιατί η κυβέρνηση δεν προσέφυγε κατά των διαφόρων πολυεθνικών που κερδοσκοπούν εν Ελλάδα ενώπιον της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν προκειμένου να ληφθούν μέτρα κατ΄ εφαρμογήν της ρύθμισης των άρθρων 101 ή/και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ;
2. Γιατί η κυβέρνηση δεν ζήτησε από την Ελληνική Επιτροπή ανταγωνισμού να επιληφθεί του θέματος ιδίως μετά την σχετική απάντηση της Κομισιόν στον ως άνω Βέλγο ευρωβουλευτή που άνοιγε το δρόμο για εφαρμογή της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας;
3. Γιατί άραγε η κυρία φον ντερ Λάϊεν μέχρι σήμερα συνεχίζει «να πετάει τη μπάλα στην εξέδρα» για το ζήτημα αυτό των TSCs αν και η μελέτη που η ίδια η Κομισιόν παρήγγειλε από το 2020 έθετε «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων»;
* Καθηγητής Θεσμών της ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης,
πρώην Ευρωβουλευτής
Σχετικά Άρθρα
Δείτε Επίσης
Μην χάνετε καμία στιγμή ενημέρωσης. Παρακολουθήστε το τηλεοπτικό πρόγραμμα του Kontra Channel σε
απευθείας μετάδοση 24/7.