Με βάση πρόσφατη έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ, η φτώχεια στην Ελλάδα, από το 2020 και µετά, σηµειώνει αύξηση. Σύµφωνα µε την έκθεση, περίπου 1 στους 5 ζει κάτω από το όριο της φτώχειας (19,6%). Πρόκειται για αύξηση 2 µονάδων από το 2020, ενώ, σε σύγκριση µε το 2015, η µείωση είναι µικρότερη από 2 µονάδες. Αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2015 βρισκόµασταν στο απόγειο της κρίσης, γίνεται αντιληπτή η γύµνια του success story της ΝΔ. Το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται, µεταξύ άλλων, στα παιδιά και τους ανήλικους (0-17 ετών), µε 22,4%, αντί 20,9% που ήταν το 2020.
Το όριο της φτώχειας έχει οριστεί στα 6.510 ευρώ ετησίως για έναν ενήλικα, δηλαδή 465 ευρώ µηνιαία, εποµένως, στην πραγµατικότητα, η φτώχεια είναι µεγαλύτερη απ’ ότι αποτυπώνεται στις µετρήσεις της έκθεσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, το 13% όσων βρίσκονται πάνω από το όριο, δηλαδή δεν χαρακτηρίζονται επίσηµα φτωχοί, δυσκολεύονται να διατηρήσουν το σπίτι τους ζεστό, ενώ το 24,5%, σχεδόν ένας στους τέσσερις, ζει σε στενότητα χώρου.
Την ίδια στιγµή, οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, οι ιδιωτικοποιήσεις, άµεσες και έµµεσες, ο περιορισµός της πρόσβασης στη δηµόσια υγεία, τσακίζουν ακόµα περισσότερο έναν λαό που αντιµετωπίζει τεράστιες δυσκολίες. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η στεγαστική κρίση και η ακρίβεια.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να εφαρµόζει τη γνωστή νεοφιλελεύθερη, µνηµονιακή συνταγή, χωρίς κανένα φρένο: φοροαφαίµαξη και περιορισµός δαπανών για να παραχθεί πρωτογενές πλεόνασµα που κατευθύνεται αποκλειστικά στους δανειστές, άγρια ιδιωτικοποίηση, υποβάθµιση και ελάχιστη χρηµατοδότηση των δηµόσιων υπηρεσιών, συµπεριλαµβανοµένων όσων εξυπηρετούν τις πιο κρίσιµες κοινωνικές ανάγκες, όπως η δηµόσια υγεία και παιδεία, αυταρχισµός στο κόκκινο.
Η πολιτική αυτή πρέπει να αµφισβητηθεί.
Πριν δέκα χρόνια, µε το ΟΧΙ του δηµοψηφίσµατος, γράφτηκε το ηρωικό, κύκνειο άσµα των µεγάλων αντιµνηµονιακών αγώνων. Έκτοτε, σχεδόν όλο το πολιτικό σύστηµα και τα µεγάλα ΜΜΕ, µας παραµυθιάζουν αδίστακτα ότι γλίτωσαν τη χώρα από τα βράχια. Όµως, «σωτηρία» υπήρξε µόνο για το µεγάλο κεφάλαιο, ελληνικό και ξένο, που είδε την κερδοφορία του να εκτοξεύεται, αλλά όχι για τη µεγάλη πλειοψηφία του λαού και της νεολαίας.
Για όλα αυτά τα προβλήµατα υπάρχουν λύσεις απολύτως εφικτές.
Οι αυξήσεις µισθών και συντάξεων και η Αυτόµατη Τιµαριθµική Προσαρµογή τους, µαζί µε την αποκατάσταση των συλλογικών συµβάσεων, για να επιστρέψει η δύναµη στους εργαζόµενους. Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών, ιδιαίτερα σε κρίσιµους τοµείς, όπως είναι η δηµόσια υγεία και παιδεία, αλλά και οι µεταφορές. Η κατάργηση του χρηµατιστηρίου ενέργειας και η κρατικοποίηση της ΔΕΗ, αλλά και των στρατηγικών υποδοµών και υπηρεσιών, όπως ο σιδηρόδροµος. Το µπλοκάρισµα της πολιτικής που θα συσσωρεύσει νέα βουνά δανεισµού για πολεµικούς εξοπλισµούς. Στεγαστική πολιτική για την κοινωνική κατοικία, τον περιορισµό της υπερτουριστικοποίησης, των βραχυχρόνιων µισθώσεων και της ζούγκλας του real estate, αλλά και την προστασία της πρώτης κατοικίας και κατάργηση του «Ηρακλή».
Χωρίς τέτοιες πολιτικές, που απαιτούν σύγκρουση µε το υπόδειγµα που θέλει να µετατρέψει τη χώρα σε έρηµο, που βαφτίζει το ξεπούληµα «ξένες επενδύσεις» και ανάπτυξη, ενώ, στην πραγµατικότητα, εξοντώνει τους πολλούς για να συσσωρεύουν ασύλληπτα κέρδη τα αρπακτικά και το µεγάλο κεφάλαιο, δεν µπορεί να υπάρξει ανακούφιση για την κοινωνική πλειοψηφία.
Γύρω από τέτοιες αιχµές πρέπει να συγκροτηθεί µια πολιτική πρόταση της αριστεράς και του κινήµατος, χωρίς µασηµένα λόγια και χωρίς αποδοχή όσων παρουσιάζονται ως µονόδροµος από την µεγάλη πλειοψηφία του πολιτικού συστήµατος.