Μαρία Χρ. Αλβανού: Αποτελεσματική αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών από τις αστυνομικές αρχές ζήτημα ασφάλειας για την κοινωνία
* Εγκληματολόγος, Ειδική σε θέματα ασφάλειας,
Μοιραστείτε το
Στατιστικές σε διάφορες χώρες του κόσμου δείχνουν ότι οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από τη γυναικοκτονία και μορφές βίας εναντίον τους παρά από θανατηφόρες ασθένειες και τροχαία. Έτσι, στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία χρόνια πλέον υψηλόβαθμα στελέχη της Αστυνομίας τοποθετούνται δημόσια σχετικά με τη βία κατά των γυναικών, ορίζοντας την ως απειλή εθνικής ασφάλειας -όπως η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα- και θέτοντας ως εθνικό στόχο την ανάλογη αντιμετώπισή της. Η προσέγγιση αυτή είναι πολύ σημαντική, γιατί στην αποτροπή των εγκλημάτων βίας κατά των γυναικών και δη των γυναικοκτονιών παίζουν αναμφισβήτητα πολύ σημαντικό ρόλο οι αστυνομικές αρχές.
Στη χώρα μας είναι αναγκαίο να ερευνήσουμε και να αξιολογήσουμε με προσοχή την ποιότητα αυτής της προστασίας, ειδικά μετά από επαναλαμβανόμενα περιστατικά γυναικοκτονιών (π.χ. στη Δάφνη, στη Σαλαμίνα) για τα οποία γεννώνται σοβαρά ερωτηματικά αναφορικά με την επαρκή, κατάλληλη και ορθή αστυνομική αντιμετώπισή τους. Η τελευταία δολοφονία γυναίκας από τον πρώην σύντροφό της σχεδόν έξω από αστυνομικό τμήμα -στο οποίο είχε προσέλθει για να ζητήσει προστασία- αποτελεί σοβαρό πλήγμα στην ασφάλεια και στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, όπως και στην εμπιστοσύνη τους προς στις αρχές. Επίσης προσκρούει σε βασικές λογικές αρχές σχεδιασμού αντιμετώπισης του εγκλήματος. Ενώ η ενδυνάμωση της αστυνομικής παρουσίας στους δρόμους προβάλλεται ως αποτρεπτικός παράγοντας για τους εγκληματίες, η γυναίκα φονεύτηκε έξω από αστυνομικό τμήμα, σε χώρο δηλαδή κατεξοχήν φυσικής παρουσίας αστυνομικών δυνάμεων.
«Σκοτεινός αριθμός»
Πίσω από τις γυναικοκτονίες πολύ συχνά υπάρχει ιστορικό βίας που μπορεί να μην έχει καταγγελθεί ποτέ στις αρχές. Δεν ξενίζει κάτι τέτοιο. Η κακοποίηση της γυναίκας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του λεγόμενου «σκοτεινού αριθμού» που διδάσκεται στην Εγκληματολογία, και αφορά εγκλήματα που δεν καταγγέλλονται αι δεν καταγράφονται επίσημα. Υπάρχουν θύματα που υπομένουν τη βία σιωπηλά, που δεν φεύγουν από μια σχέση κακοποίησης, γιατί φοβούνται τα χειρότερα, γιατί φοβούνται για τη ζωή τους. Νιώθουν ότι δεν υπάρχει πραγματική δυνατότητα να προστατευτούν από τον κακοποιητή και τελικά στην πράξη απλά κινδυνεύουν μια μέρα να τις δολοφονήσει. Για αυτές τις γυναίκες, περιπτώσεις αναποτελεσματικής, μη ορθής διαχείρισης από κάποια αστυνομικά όργανα καταγγελιών βίας ή απειλής βίας- ειδικά όταν είχαν τραγική συνέχεια- αποτελούν έναν ακόμη λόγο που δεν προσέρχονται στην αστυνομία να καταγγείλουν και εκείνες τη θυματοποίηση τους.
Στην Ελλάδα υπάρχει νομοθεσία για μορφές ενδοοικογενειακής βίας που θέτουν σε κίνδυνο ή πλήττουν τη σωματική ακεραιότητα των γυναικών (σε άλλα κράτη, όπως π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο τιμωρείται και η συναισθηματική κακοποίηση- «emotional abuse»). Επίσης, το εγχώριο νομικό πλαίσιο, μολονότι δεν προβλέπει ειδικό έγκλημα γυναικοκτονίας, περιλαμβάνει διατάξεις με τις οποίες μπορεί να τιμωρηθεί με αυστηρές ποινές όποιος ασκεί βία σε γυναίκες και αφαιρεί τη ζωή τους. Χώρες όπως η Κύπρος έχουν θεσπίσει το αδίκημα της γυναικοκτονίας, και η σχετική νομική συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει σοβαρά (και με προσοχή) και για την ελληνική πολιτεία, ώστε να αντιμετωπιστεί κατάλληλα η έμφυλη διάσταση της βίας και να αφυπνιστεί η κοινωνία. Όμως καμία νομική πρόβλεψη, καμία τεχνολογική εφαρμογή (βλ. panic button), καμιά δημιουργία δομών φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών, ακόμη και αν είναι απαραίτητες και κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, δεν μπορούν να έχουν πραγματικό αποτέλεσμα, αν εκπρόσωποι των αρχών εφαρμογής του νόμου δεν αξιολογούν ορθά τις απειλές, και δεν επεμβαίνουν άμεσα με τον ενδεδειγμένο τρόπο ώστε να αποτραπεί το έγκλημα και να συλληφθεί ο δράστης πριν τη διάπραξή του και πριν να βλαφθεί (συχνά ανεπανόρθωτα) το θύμα.
Τα ΜΜΕ έχουν φέρει στο φως της δημοσιότητας έγγραφο της ΕΛΑΣ του 2020 με τον τίτλο «Παραλείψεις αστυνομικού προσωπικού κατά τον χειρισμό των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας» αναφορικά με παράπονα πολιτών για τη διαχείριση θεμάτων ενδοοικογενειακής βίας, ειδικά για την αποθάρρυνση υποβολής καταγγελιών, την άρνηση λήψης μήνυσης, τη μη αναζήτηση, σύλληψη του δράστη και παραπομπή του ενώπιον των εισαγγελικών αρχών. Τα παραπάνω, λόγω της συχνότητας θυματοποίησης των γυναικών σε τέτοιες υποθέσεις αφορούν άμεσα την ασφάλεια τους. Το 2024 και με μια ακόμη νεαρή γυναίκα νεκρή είναι άκρως απαραίτητο να αποτελέσει στόχο εθνικής ασφάλειας και στην Ελλάδα η προστασία των γυναικών από τη βία εναντίον τους. Για αυτό χρειάζεται να ενδυναμωθεί ο θεσμικός έλεγχος, να εντοπιστούν οι αδυναμίες του συστήματος αστυνομικής προστασίας και να αντιμετωπιστούν, με εστίαση στον τρόπο αντίληψης και διαχείρισης τέτοιων υποθέσεων από το αστυνομικό προσωπικό.
* Εγκληματολόγος,
Ειδική σε θέματα ασφάλειας,
Σχετικά Άρθρα
Δείτε Επίσης
Μην χάνετε καμία στιγμή ενημέρωσης. Παρακολουθήστε το τηλεοπτικό πρόγραμμα του Kontra Channel σε
απευθείας μετάδοση 24/7.