Η πολιτική κρίση που προκάλεσε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν απλώς ένα ακόµα επεισόδιο διαφθοράς. Ήταν το σηµείο καµπής που αποκάλυψε σε πλήρη θέα πως το «επιτελικό κράτος» δεν ήταν ποτέ µηχανισµός εκσυγχρονισµού αλλά εργαλείο πελατειακής αναπαραγωγής της εξουσίας. Και το χειρότερο: ούτε καν οι ίδιοι οι κυβερνώντες δεν µπήκαν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήµατα.
Μέχρι πριν λίγες εβδοµάδες, η κυβέρνηση φαινόταν να ξαναβρίσκει ένα εύθραυστο πολιτικό έδαφος µετά τη λαϊκή κατακραυγή για την τραγωδία στα Τέµπη. Δηµοσκοπικά, η πτώση φαινόταν να ανακόπτεται. Το Μέγαρο Μαξίµου ήλπιζε πως το αφήγηµα της «σταθερότητας» θα κέρδιζε ξανά έδαφος, ειδικά όσο πλησιάζουµε προς τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και τον επόµενο εκλογικό κύκλο.
Όµως το ξέσπασµα του σκανδάλου στον ΟΠΕΚΕΠΕ, µε τις αποκαλύψεις για µαζικές ρουσφετολογικές παρεµβάσεις και µαγειρεµένες επιδοτήσεις, όχι µόνο κατέστρεψε αυτή την εικόνα, αλλά οδήγησε και σε ντόµινο παραιτήσεων. Τέσσερις υπουργοί αποµακρύνθηκαν, ανάµεσά τους και ο Μάκης Βορίδης — µια φιγούρα-σύµβολο της δεξιάς εξουσίας. Η αποχώρησή του δεν είναι µόνο προσωπική ή λειτουργική. Είναι πολιτικό σοκ.
Το πρώτο πλήγµα:
Η πολιτική φθορά
Η υπόθεση ανέκοψε απότοµα τη ρηχή ανάκαµψη της κυβέρνησης. Όσοι µιλούσαν για «ανατροπή του κλίµατος», τώρα σιωπούν. Δεν πρόκειται για µια απλή υπόθεση «κακής διαχείρισης» ή «αστοχίας», αλλά για µια οργανωµένη δοµή διαπλοκής, µε κοµµατικά στελέχη να αλληλοκαλύπτονται, να παζαρεύουν επιδοτήσεις και να καθορίζουν την τύχη των αγροτών µε κριτήρια πολιτικής πελατείας. Τα χρήµατα δεν διακινήθηκαν µε βάση ανάγκες, αλλά µε βάση πιστότητες. Ο κόσµος δεν εξοργίζεται πια απλώς µε τη διαφθορά -αυτήν την έχει, δυστυχώς, συνηθίσει. Εξοργίζεται µε την υποκρισία. Με το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης οικοδόµησε µια εικόνα τεχνοκρατικής αριστείας, ενώ από πίσω λειτουργούσε ένας κοµµατικός µηχανισµός χειρότερος κι από τις πιο παλαιοκοµµατικές εποχές. Και πλέον δεν µιλάµε για µεµονωµένα περιστατικά. Υπήρξαν 30 παραιτήσεις υπουργών, υφυπουργών και διοικητικών στελεχών για σκάνδαλα µέσα στην εξαετία. Το µοτίβο δεν είναι πια τυχαίο. Είναι συστηµικό.
Το δεύτερο πλήγµα:
Η στρατηγική ήττα
Αυτό που καταρρέει δεν είναι µόνο η επικοινωνιακή βιτρίνα. Καταρρέει ολόκληρο το στρατηγικό αφήγηµα της Νέας Δηµοκρατίας περί µεταρρύθµισης και σύγχρονης διακυβέρνησης. Όταν ακούς στελέχη του κυβερνώντος κόµµατος να συζητούν ανενδοίαστα για παρανοµίες και εξυπηρετήσεις λες και πρόκειται για υπηρεσιακή ρουτίνα, δεν έχεις πια να κάνεις µε µια απλή έκπτωση αξιών. Έχεις µπροστά σου µια δοµή εξουσίας που λειτουργεί µε πελατειακούς όρους. Αυτή η δοµή δεν ήρθε ξαφνικά. Χτίστηκε µεθοδικά. Με κοµµατικές τοποθετήσεις σε κρίσιµους µηχανισµούς. Με αποδυνάµωση των ελεγκτικών αρχών. Με τον πλήρη έλεγχο της ενηµέρωσης. Και κυρίως, µε τη συστηµατική καλλιέργεια της ιδέας ότι «η σταθερότητα» αξίζει κάθε τίµηµα. Το πρόβληµα για το Μαξίµου είναι διπλό: αφενός, δεν µπορεί να παρουσιάσει πειστικό αφήγηµα αποστασιοποίησης από το σκάνδαλο, γιατί οι διάλογοι εκθέτουν στελέχη του ίδιου του κόµµατος. Αφετέρου, δεν µπορεί να το διαχειριστεί εσωτερικά χωρίς να διαλύσει την κοινοβουλευτική του συνοχή.
Το τρίτο πλήγµα:
Η πολιτική διαχείριση
Η δυσκολότερη ίσως πτυχή του σκανδάλου είναι το εσωτερικό µέτωπο. Σύµφωνα µε πληροφορίες, δεκάδες βουλευτές της ΝΔ εµφανίζονται να εµπλέκονται σε ρουσφετολογικά αιτήµατα προς τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο Μητσοτάκης βρίσκεται µπροστά σε ένα οξύτατο δίληµµα: αν τους αποπέµψει, ρισκάρει την κυβερνητική πλειοψηφία· αν τους κρατήσει, νοµιµοποιεί τη δοµή διαφθοράς. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η εικόνα της ΝΔ έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη ζηµιά. Η περίπτωση Βορίδη είναι χαρακτηριστική. Αν προχωρήσει σε προανακριτική και παραποµπή, θα ρίξει λάδι στη φωτιά. Αν τον «καλύψει», θα επικυρώσει την κατηγορία της συγκάλυψης. Είναι το πολιτικό αδιέξοδο που µόνο ένα φθαρµένο πολιτικό πλαίσιο µπορεί να παράγει.
Το τελευταίο όπλο:
Η επικοινωνία
Στο Υπουργικό Συµβούλιο, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να εφαρµόσει την προσφιλή του τακτική: να διαχειριστεί την κρίση επικοινωνιακά, µε λεκτικές µετατοπίσεις και «ανάληψη ευθύνης» που δεν σηµαίνει απολύτως τίποτα. Είπε πως «δεν θα κάνουµε συµψηφισµούς», αλλά στη συνέχεια επέρριψε την ευθύνη σε όλους όσοι κυβέρνησαν στο παρελθόν. Πρόκειται για τη γνωστή διάχυση ευθύνης, ώστε τελικά να µη φταίει κανείς συγκεκριµένα. Επανέλαβε, επίσης, ότι το πρόβληµα είναι η «ανεπάρκεια του κράτους». Όµως στους διαλόγους δεν ακούγονται γενικώς «δηµόσιοι υπάλληλοι». Ακούγονται στελέχη της Νέας Δηµοκρατίας. Το κράτος που απέτυχε, ήταν το κράτος που η ΝΔ ήλεγξε πλήρως. Οι ευθύνες δεν είναι διοικητικές -είναι πολιτικές και κοµµατικές.
Τέλος, υποσχέθηκε ότι από εδώ και πέρα τις επιδοτήσεις θα τις διαχειρίζεται η ΑΑΔΕ και πως θα επιστραφούν οι παράνοµες ενισχύσεις. Την ίδια ώρα, µοίρασε νέα υποσχετική: 8 δισεκατοµµύρια από ευρωπαϊκά ταµεία. Κλασική απόπειρα αντιστροφής της ατζέντας µε υποσχέσεις χρηµάτων. Αλλά το κοινό έχει αρχίσει να κουράζεται: γιατί αυτά τώρα και όχι στα έξι προηγούµενα χρόνια; Όσα είπε στο Υπουργικό Συµβούλιο φάνηκαν περισσότερο σαν φωνή πανικού, παρά σαν αποφασιστικότητα. Όταν η επικοινωνία εξαντλείται, η πραγµατικότητα επεµβαίνει.
Επίλογος: Δεν κατέρρευσε απλώς ένα σκάνδαλο -απογυµνώθηκε ένα σύστηµα εξουσίας
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι «µία ακόµα κρίση». Είναι η στιγµή αποκάλυψης ενός βαθιά διεφθαρµένου πολιτικού µηχανισµού, που λειτουργούσε πίσω από το προσωπείο του «επιτελικού κράτους». Αν κάτι κατέρρευσε, δεν ήταν µόνο οι µάσκες των υπουργών. Ήταν το ψέµα ότι αυτή η κυβέρνηση ήταν κάτι διαφορετικό από τους προκατόχους της. Όπως έλεγε ο ιστορικός Χάουαρντ Ζιν:
«Δεν µπορείς να είσαι ουδέτερος σε ένα κινούµενο τρένο. Και η Ιστορία πάντα κινείται – συνήθως πάνω από εκείνους που αρνήθηκαν να λογοδοτήσουν».
* Πολιτικός αναλυτής, Δηµοσιογράφος