Τους τελευταίους έξι µήνες παρατηρούµε το ένα µετά το άλλο τα «ατυχήµατα» στον τοµέα της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας. Αν ξεκινήσει κανείς από τον Χουάν Γκουαϊδό στη Βενεζουέλα –την πρώτη πράξη εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 2019, όταν αναγνώρισε τον Γκουαϊδό ως επίσηµο πρόεδρο της χώρας– και φτάσει έως τη «σωστή πλευρά της ιστορίας» µε τον Ζελένσκι και την εµφάνιση του Μιχαήλ, από το τάγµα Αζόφ, µε έµβληµα τον Ρούνο της γερµανικής ταξιαρχίας που εισέβαλε στο Δίστοµο το 1944, κατά καίγοντας τα πάντα και τους πάντες, τότε ακόµα κι ένας ουδέτερος παρατηρητής βλέπει πως τα λάθη στην ελληνική εξωτερική πολιτική έχουν γίνει πάρα πολλά.
Ίσως όσα ισχυρίζονταν κατά καιρούς ελληνικές κυβερνήσεις περί «ανεξάρτητης, κυρίαρχης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» να είναι σήµερα πιο επιβεβληµένα από ποτέ. Ζούµε σε έναν κόσµο που διαµορφώνεται ως πολυπολικός –περισσότερο κι από τις κρίσιµες γεωπολιτικά δεκαετίες του 1970 και του ’80. Κι όµως, στην παρούσα φάση, η Ελλάδα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, έχει σχέσεις αποκλειστικά µε τον Ζελένσκι και το Ισραήλ.
Λαθεµένες κινήσεις…
Τι να πρωτοµετρήσει κανείς; Το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση τα πόνταρε όλα στον Μπάιντεν και την Καµάλα Χάρις, για να καταλήξει ο πρωθυπουργός να ζητά συνέντευξη από αµερικανικό έντυπο συνωµοσιολογικού χαρακτήρα; Ή ότι ακόµα δεν έχει οριστεί Αµερικανίδα πρέσβης στην Αθήνα, την ώρα που στην Άγκυρα έχει τοποθετηθεί ένας από τους πιο στενούς διπλωµατικούς συνεργάτες του Τραµπ; Με την Τουρκία να δηλώνει µάλιστα ανοιχτά ότι αν επιθυµεί η ελληνική κυβέρνηση ραντεβού στον Λευκό Οίκο, η Άγκυρα µπορεί να «κάνει τα κονέ»… Μπράβο µας και συγχαρητήρια.
Να επισηµανθεί το ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός µίλησε σε ξένο δίκτυο για «πόλεµο µε τη Ρωσία», µε συνέπεια να εκδιωχθούν Έλληνες αξιωµατούχοι από τη Ρωσική Οµοσπονδία, προκαλώντας αναταραχή και «πάγωµα» στις παραδοσιακές ελληνορωσικές σχέσεις.
Αξίζει να υπενθυµίσουµε τις δυσµενείς εξελίξεις για τη Μονή του Σινά και το γεγονός ότι η ελληνική διπλωµατία δεν είχε προνοήσει ούτε να παρευρεθεί στο δικαστήριο του Καΐρου. Όπως επίσης πρέπει να παρατηρήσουµε πως ενώ όλος ο πλανήτης αγοράζει drones, η Ελλάδα επιµένει να «σκορπά» υπέρογκα ποσά για αγορές οπλικών συστηµάτων από τρίτες χώρες, χωρίς να δίνει έµφαση στην ανάπτυξη της εγχώριας αµυντικής βιοµηχανίας. Είναι δε ιδιαίρα προβληµατικό το ότι γίνονται αγορές γης και περιουσιών στον Έβρο και την Κύπρο από Τούρκους και Ισραηλινούς.
Τουρκία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε στρατηγική σύγχυση και πολιτικό κατακερµατισµό.
Η Τουρκία επιχειρεί να εκµεταλλευτεί τις ρωγµές αυτές, αξιοποιώντας τη µυωπική επιδίωξη κάποιων κρατών-µελών να ικανοποιούν τα στενά εθνικά τους συµφέροντα, συχνά υπονοµεύοντας το συνολικό ευρωπαϊκό όραµα. Οι όποιες προσπάθειες περιορισµού της τουρκικής παρέµβασης σε ζητήµατα άµυνας από συγκεκριµένα ευρωπαϊκά κράτη αποσκοπούν κυρίως στη διασφάλιση των δικών τους αµυντικών βιοµηχανιών και στη διεκδίκηση µεγαλύτερου µεριδίου από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Την ίδια ώρα, το Ισραήλ βρίσκεται πλέον σε πορεία σύγκρουσης µε την Τουρκία και η Αθήνα προσδοκά στη διπλωµατική του βοήθεια, ώστε να µεσολαβήσει στην Ουάσινγκτον για να συγκρατήσει την Άγκυρα, ιδίως καθώς έχει αναγγελθεί ότι ξεκινούν και πάλι οι εργασίες για το ηλεκτρικό καλώδιο, που όµως δεν έχουν ακόµα ξεκινήσει. Πώς αξιολογούνται λοιπόν όλα αυτά στο επίπεδο του αποτελέσµατος, γιατί, τελικά, όλα και όλοι κρίνονται από αυτό; Δεν είναι «πρέπον» σε µια δύσκολη διεθνώς γωπολιτική συγκυρία γεµάτη κινδύνους, να χρησιµοποιούνται βαρύγδουπες εκφράσεις και ποµφόλυγες. Άλλωστε, το να µοιράζει κανείς κατηγορίες είναι το µόνο εύκολο σε µια χώρα και έναν πλανήτη όπου συχνά οι µετριότητες παρουσιάζονται σαν µεγαλειότητες και τελικά µας οδηγούν σε µεγάλα προβλήµατα
Το ζήτηµα παραµένει το εξής: η εξωτερική πολιτική δεν είναι «κολύµπι». Στο κολύµπι πας µόνος σου· αν πνιγείς, πνίγεσαι εσύ και ευθύνεσαι για τον εαυτό σου και µόνο. Η εξωτερική πολιτική µιας χώρας είναι οδήγηση –σοβαρή οδήγηση, µε ευθύνη, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να την αντιµετωπίζουν σαν ιδιωτικό Ι.Χ. που τους ανήκει και, ακόµα κι αν τρακάρουν, θα πληρώσει «η ασφαλιστική».
Στην πραγµατικότητα, η διπλωµατία και η γεωπολιτική είναι σαν να οδηγείς σχολικό λεωφορείο, γεµάτο παιδιά, που δεν ξέρουν να οδηγούν ούτε καν να καταλάβουν ποιος οδηγεί. Είναι λογικό, λοιπόν, κανείς να µην εµπιστεύεται αυτό το σχολικό σε άνθρωπο που δεν ξέρει να οδηγεί, ή ακόµα χειρότερα, να νοµίζει ότι ξέρει.
Τέλος, πρέπει κάποτε να αποκτήσουµε πολιτική κουλτούρα συναινέσεων ως πολιτικό σύστηµα, αλλά και ως πολιτικό προσωπικό. Δεν µπορεί να επιδίδεται σε «λεονταρισµούς κανείς στα θέµατα εξωτερικής πολιτικής µε αόριστες ιδέες ή να θαυµάζει λαούς, χώρες, σηµαίες και ηγέτες που δεν γνώριζε καν µέχρι χθες, µόνο και µόνο για να ικανοποιήσει µια «ξενολαγνεία» που µάς διακατέχει από τα χρόνια της Απελευθέρωσης.
Όταν επιτέλους συνειδητοποιήσουµε -ως λαός και ως πολιτεία- ότι ο χρυσός αυτής της πατρίδας είναι η θέση της στον χάρτη της γης, ελπίζουµε να µην είναι πολύ αργά για τις θυσίες δύο ολόκληρων γενεών.
