Ο αγώνας για τη διαφύλαξη των ακτών είναι κάτι πολύ περισσότερο από την καθηµερινή µάχη για µια ξαπλώστρα ή µια θέση στον ήλιο. Είναι η σύγκρουση ανάµεσα σε δύο αντιλήψεις: από τη µία, η κοινωνία που διεκδικεί δικαιοσύνη, ισονοµία και ισότιµη πρόσβαση στα κοινά αγαθά, και από την άλλη, µια κρατικοδίαιτη επιχειρηµατικότητα που απαιτεί προνόµια και εξαίρεση από τους κανόνες. Αν η κοινωνία δεν πάρει ξεκάθαρη θέση και δεν αγωνιστεί, πολύ σύντοµα το αποτέλεσµα θα είναι να µη µείνει ούτε δηµόσιος χώρος ούτε δικαιώµατα για να υπερασπιστούµε. Η επιδροµή που βιώνουµε στις παραλίες δεν είναι µεµονωµένο γεγονός, αλλά τµήµα ενός ευρύτερου φαινοµένου ιδιωτικοποίησης του δηµόσιου χώρου και συρρίκνωσης του ρόλου του κράτους ως ρυθµιστή και προστάτη των κοινών αγαθών.
Το περσινό καλοκαίρι αποτέλεσε ένα ακόµη αποκαρδιωτικό κεφάλαιο για την κατάσταση των ελληνικών παραλιών, καθώς τα προβλήµατα µε τις πολεοδοµικές παραβάσεις στα beach bar συνεχίζουν να επεκτείνονται, επιβεβαιώνοντας ότι το φαινόµενο δεν είναι ούτε καινούργιο, ούτε µεµονωµένο. Η αυθόρµητη και δυναµική αντίδραση των πολιτών, γνωστή ως «κίνηµα της πετσέτας», ήρθε να αναδείξει τη βαθύτερη κρίση γύρω από την ιδιωτικοποίηση των δηµόσιων ακτών, καθώς ολοένα και περισσότεροι παρατηρούν την προσπάθεια ιδιωτικών συµφερόντων να µετατρέψουν τις παραλίες σε αποκλειστικές τους ζώνες. Παρά την ύπαρξη της ψηφιακής πλατφόρµας “MyCoast”, η οποία σχεδιάστηκε ως εργαλείο διαφάνειας και ελέγχου, η πραγµατικότητα επιβεβαίωσε την αποτυχία της πολιτείας να προστατέψει το δηµόσιο αγαθό και να επιβάλει τους κανόνες. Η εφαρµογή αποδείχθηκε απλώς ένα µέσο καταγραφής του προβλήµατος και όχι η λύση του, µε αποτέλεσµα οι αυθαιρεσίες να συνεχίζονται ανεξέλεγκτα.
Εµπορευµατοποίηση του φυσικού τοπίου
Είναι προφανές πως η έννοια της «τουριστικής ανάπτυξης» στις ελληνικές ακτές έχει εκτραπεί σε ανεξέλεγκτη εµπορευµατοποίηση του φυσικού τοπίου. Αυτό συµβαίνει µε την ανοχή, αν όχι και τη συνενοχή, ενός κρατικού µηχανισµού που δείχνει να κωφεύει ή ακόµα χειρότερα να συγκρατεί τα χέρια του µπροστά στην αλόγιστη εκµετάλλευση. Επιχειρηµατίες των beach bar συστηµατικά προβαίνουν σε καταπατήσεις δηµόσιου χώρου, επεκτείνοντας τις εγκαταστάσεις τους πέραν των αδειοδοτηµένων ορίων, µετατρέποντας τις ελεύθερες παραλίες σε ιδιωτικές επιχειρήσεις µε πρόσβαση µόνο για λίγους.
Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η Χαλκιδική, περιοχή µε τεράστια τουριστική κίνηση, που φέτος κατέγραψε τον δεύτερο µεγαλύτερο αριθµό καταγγελιών στην πλατφόρµα “MyCoast”, πίσω µόνο από την Ανατολική Αττική. Η κατάσταση εκεί αποκαλύπτει την αποτυχία της πολιτείας να προστατεύσει το δηµόσιο χαρακτήρα των ακτών. Η Χαλκιδική, κάποτε κόσµηµα του ελληνικού τουρισµού, µετατρέπεται σε πεδίο άναρχης και ασύδοτης ανάπτυξης, όπου το έλλειµµα βασικών υποδοµών, όπως σύγχρονα οδικά δίκτυα, επιδεινώνει την καθηµερινότητα των κατοίκων και επισκεπτών. Τα τροχαία ατυχήµατα που καταγράφονται κάθε καλοκαίρι, δυστυχώς, έχουν γίνει τραγικό «καλοκαιρινό ραντεβού» για τις ειδήσεις.
Οι ξαπλώστρες της πρώτης σειράς…
Παράλληλα, οι τοπικοί επιχειρηµατίες δεν φαίνεται να δίνουν τη δέουσα σηµασία στη δηµιουργία βασικών υποδοµών που θα µπορούσαν να εξυπηρετήσουν εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες µε ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Αντίθετα, προτιµούν να επενδύουν στον εκσυγχρονισµό και την πολυτελή αναβάθµιση των παραλιών τους, µετατρέποντας τις σε φιλόξενα κέντρα υψηλής κοινωνικής διασκέδασης. Στην ουσία, οι οργανωµένες παραλίες έχουν µετατραπεί σε νυχτερινά κλαµπ µε τιµές που ανταγωνίζονται αυτές των πιο ακριβών κέντρων διασκέδασης της πόλης. Το φαινόµενο αυτό αποκτά ακόµα πιο έντονο ταξικό πρόσηµο: οι απλοί πολίτες και οι οικογένειες που επιθυµούν να απολαύσουν µια απλή βουτιά στη θάλασσα γίνονται ανεπιθύµητοι, αφού η πρόσβαση και η διαµονή σε αυτές τις παραλίες απαιτεί πλέον οικονοµική δυνατότητα που λίγοι διαθέτουν.
Η κατάσταση µε τις «κρατηµένες» πρώτες σειρές στις ξαπλώστρες των beach bar αποτελεί µια ακόµη απόδειξη της αποκλειστικότητας που έχει επικρατήσει. Ο µετρ του καταστήµατος υποδέχεται τους επισκέπτες µε ευγένεια, ενηµερώνοντάς τους ότι αυτές οι θέσεις είναι «κρατηµένες» — αλλά όχι για οποιονδήποτε. Πρόκειται για ένα εκλεκτό κοινό από influencers, µοντέλα και άλλους διάσηµους που επισκέπτονται τις παραλίες κυρίως για να φωτογραφηθούν και να αναδείξουν στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης έναν τρόπο ζωής που για πολλούς µοιάζει µακρινός και απρόσιτος. Ταυτόχρονα, οι τιµές για την απλή χρήση ξαπλώστρας, συν τις «ελάχιστες καταναλώσεις» που συχνά ξεπερνούν τα 90 ευρώ, φέρνουν το κόστος µιας οικογενειακής εξόρµησης σε οργανωµένη παραλία σε δυσθεώρητα ύψη. Στην εποχή του 2025, µια βόλτα στη θάλασσα δεν είναι πια δικαίωµα αλλά προνόµιο για λίγους.
Καταπάτηση
Η κατάσταση αυτή προκαλεί δικαιολογηµένη οργή και αγανάκτηση, καθώς η πολιτεία επιδεικνύει παθητικότητα και συχνά ανοχή στην αυθαιρεσία. Ενώ οι ιδιοκτήτες των beach bar υποχρεούνται να καταβάλλουν υψηλά τέλη, µισθώµατα και να τηρούν αδειοδοτήσεις που τους επιβάλλονται από περιφέρειες και υπουργεία, η ευθύνη για την ασυδοσία που παρατηρείται δεν µετακυλίεται αποκλειστικά σε αυτούς. Δεν µπορεί ο φορολογούµενος να καλείται να χρηµατοδοτεί, άθελά του, ένα σύστηµα που επιτρέπει την καταπάτηση του δηµόσιου χώρου και την κοινωνική αδικία. Στην πραγµατικότητα, έχει στηθεί ένα «άτυπο σύστηµα επιδοτήσεων» -ένας «ΟΠΕΚΕΠΕ των παραλιών», όπου το κράτος όχι µόνο δεν προστατεύει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα των ακτών, αλλά φαίνεται να λειτουργεί υπέρ των ισχυρών επενδυτών, αφήνοντας στην άκρη τις ανάγκες και τα δικαιώµατα των πολιτών.
Παράλληλα, η ίδια αυτή πολιτεία που είναι γρήγορη στο να καταδικάζει τη µικροπαραβατικότητα και τις µικρές παρανοµίες των πολιτών, δείχνει δύο µέτρα και δύο σταθµά όταν πρόκειται για µεγάλες αυθαιρεσίες και επιχειρηµατικά συµφέροντα. Η διαφορά είναι προφανής και η υποκρισία κραυγαλέα: για τον απλό πολίτη υπάρχει τιµωρία, για τον επιχειρηµατία υπάρχει ανοχή ή ακόµα και κάλυψη. Και όλα αυτά γίνονται στο όνοµα της «τουριστικής ανάπτυξης», µια φράση που φαίνεται να χρησιµοποιείται πλέον ως άλλοθι για την υπονόµευση του δηµόσιου συµφέροντος.
Σε αυτό το φόντο, η κοινωνία οφείλει να αναλάβει δράση και να διεκδικήσει εκ νέου τον δηµόσιο χώρο, όχι µε ευχολόγια και ανούσια συνθήµατα, αλλά µέσα από οργανωµένες θεσµικές παρεµβάσεις, πολιτικές πιέσεις, δικαστικές ενέργειες και κυρίως µε µαζική συµµετοχή και εγρήγορση. Οι παραλίες δεν ανήκουν σε κανέναν ιδιωτικά. Είναι δηµόσια περιουσία, προστατευµένη από το Σύνταγµα, και η πρόσβαση σε αυτές είναι θεµελιώδες δικαίωµα όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης ή εισοδήµατος.
Ο αγώνας για τη διαφύλαξη των ακτών είναι κάτι πολύ περισσότερο από την καθηµερινή µάχη για µια ξαπλώστρα ή µια θέση στον ήλιο. Είναι η σύγκρουση ανάµεσα σε δύο αντιλήψεις: από τη µία, η κοινωνία που διεκδικεί δικαιοσύνη, ισονοµία και ισότιµη πρόσβαση στα κοινά αγαθά, και από την άλλη, µια κρατικοδίαιτη επιχειρηµατικότητα που απαιτεί προνόµια και εξαίρεση από τους κανόνες. Αν η κοινωνία δεν πάρει ξεκάθαρη θέση και δεν αγωνιστεί, πολύ σύντοµα το αποτέλεσµα θα είναι να µη µείνει ούτε δηµόσιος χώρος ούτε δικαιώµατα για να υπερασπιστούµε.
Η επιδροµή που βιώνουµε στις παραλίες δεν είναι µεµονωµένο γεγονός, αλλά τµήµα ενός ευρύτερου φαινοµένου ιδιωτικοποίησης του δηµόσιου χώρου και συρρίκνωσης του ρόλου του κράτους ως ρυθµιστή και προστάτη των κοινών αγαθών. Η σιωπή και η απραξία των πολιτών δίνουν αέρα στα πανιά αυτών που διεκδικούν και καταλαµβάνουν όλο και περισσότερους δηµόσιους χώρους -από τις παραλίες και τα πάρκα, µέχρι τα νοσοκοµεία και τα σχολεία. Το ζήτηµα των beach bar, λοιπόν, δεν αφορά µόνο την πρόσβαση στον ήλιο και τη θάλασσα. Αφορά τον πυρήνα της δηµοκρατίας και την ίδια την ποιότητα της ζωής µας.

* Πολιτικός αναλυτής, Δηµοσιογράφος