Κυριακή, 1 Ιουνίου 2025

Κωνσταντίνος Ταχτσίδης: Η υπέρβαση δεν είναι επιλογή, είναι η τελευταία ευκαιρία

Η ανανέωση δεν θα έρθει µε ένα φρέσκο πρόσωπο σε ένα παλιό κάδρο. Θα έρθει µε το ξήλωµα του κάδρου. Η ανανέωση έρχεται όταν ανατρέπεις τα στεγανά και επαναπροσδιορίζεις τις προτεραιότητες: δικαίωµα στη στέγαση, δίκαιοι µισθοί, αντιµετώπιση της ακρίβειας, αίσθηµα ασφάλειας, ισότητα, δικαιοσύνη. Όχι µε λόγια. Με πολιτικές

Ας είµαστε ειλικρινείς µεταξύ µας: Στην Ελλάδα, η κρίση δεν είναι µια προσωρινή παρένθεση -είναι ο µόνιµος υπότιτλος της καθηµερινότητάς µας. Ένα γνώριµο µοτίβο που επαναλαµβάνεται και που κάθε νέα «κανονικότητα» είναι απλώς η προηγούµενη αποτυχία µε νέο επικοινωνιακό περιτύλιγµα.

Κι όµως, αντί να µιλάµε για τις πραγµατικές αιτίες, τις άτολµες ηγεσίες, τη διαρκή µετάθεση ευθυνών- συνεχίζουµε να διαχειριζόµαστε τις κρίσεις σαν µια φυσική καταστροφή, σαν κάτι αναπόφευκτο, αποδίδοντας αποκλειστικά ευθύνες στο σεισµό όταν το σαθρό οικοδόµηµα καταρρέει ξανά και ξανά. Όσα όµως δεν επιλύει η πολιτική, τα επιστρέφει, µε τόκο, η πραγµατικότητα – πιο σκληρά, πιο ακριβά, πιο αδυσώπητα. Δεν είναι όµως πλέον µόνο οι δείκτες που καταρρέουν, είναι οι αντοχές, η πίστη ότι κάτι µπορεί να αλλάξει, και αυτό βαθαίνει το ρήγµα ανάµεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστηµα.

 Από πού, λοιπόν, πρέπει να ξεκινήσουµε;

Για να γεννηθεί κάτι νέο, πρέπει πρώτα να αποδεχθούµε τι έχει τελειώσει.

Η ανανέωση δεν θα έρθει µε ένα φρέσκο πρόσωπο σε ένα παλιό κάδρο. Θα έρθει µε το ξήλωµα του κάδρου. Η ανανέωση έρχεται όταν ανατρέπεις τα στεγανά και επαναπροσδιορίζεις τις προτεραιότητες: δικαίωµα στη στέγαση, δίκαιοι µισθοί, αντιµετώπιση της ακρίβειας, αίσθηµα ασφάλειας, ισότητα, δικαιοσύνη. Όχι µε λόγια. Με πολιτικές.

Η φθορά των θεσµών και οι τραγωδίες που επαναλαµβάνονται χωρίς συνέπειες -δεν είναι αποτυχίες διαχείρισης. Είναι συµπτώµατα ενός κράτους στα όρια του failed state.

Το έγκληµα των Τεµπών και η κοινωνική «ανάσταση» που ακολούθησε µε τις µεγαλειώδεις συγκεντρώσεις δεν ήταν µια στιγµή παροδικής οργής. Ήταν µια αναδροµική κραυγή για λογαριασµό µιας ολόκληρης εποχής σιωπής.

Ένα «ως εδώ», όχι µόνο απέναντι στην εγκατάλειψη των υποδοµών, αλλά και απέναντι στην διαχρονική επιλογή του πολιτικού συστήµατος να µην αναλαµβάνει τις ευθύνες του. Οι πολίτες που βγήκαν στους δρόµους δεν φώναζαν απλώς «πονάµε για τις 57 ψυχές». Φώναζαν «δεν αντέχουµε άλλο την ατιµωρησία».

Αυτό είναι το µεγαλύτερο πρόβληµα σήµερα: η απόσταση ανάµεσα στην κοινωνική ευαισθησία και την πολιτική αναισθησία.

Και κάπου εδώ αρχίζει η ανάγκη για µια νέα πολιτική -όχι για να διαχειριστεί την παρακµή, αλλά που θα την αµφισβητήσει συθέµελα.

Είναι η πολιτική της υπέρβασης. Όχι των µικροδιορθώσεων, του εξωραϊσµού και της εναλλαγής ρόλων στα ίδια σχήµατα, αλλά η ριζοσπαστική αναδιάταξη προτεραιοτήτων.

 Το παράδειγµα της Αθήνας

Η Αθήνα για χρόνια αποτέλεσε ένα παράδειγµα εξοικείωσης µε το ελάχιστο:

Έργα-βιτρίνας, παρεµβάσεις χωρίς διάρκεια, αναπλάσεις χωρίς περιεχόµενο, δηµόσιος χώρος για λίγους, κοινωνικές υπηρεσίες σε αφανισµό, γειτονιές εγκαταλελειµµένες.

Αντί για όραµα, εικόνα. Αντί για φροντίδα, εντυπωσιασµός. Αντί για δηµόσιο συµφέρον, έργα χωρίς περιβαλλοντικό ή κοινωνικό αντίκρισµα και µε δυσανάλογο οικονοµικό κόστος.

Μέχρι που οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι, είπαν «ως εδώ µε το παρελθόν και την κακοδιαχείριση». Στις δηµοτικές εκλογές του 2023, η Αθήνα αποτέλεσε φωτεινή εξαίρεση στον γενικό πολιτικό χάρτη: οι προοδευτικές δυνάµεις κατάφεραν µια καθαρή, ανατρεπτική και ουσιαστική νίκη -την πρώτη και µοναδική των τελευταίων ετών.

Ήταν µια ψήφος εµπιστοσύνης σε µια νέα αντίληψη διοίκησης και µια απόρριψη της συντηρητικής διαχείρισης που συσσώρευε ανισότητες και αδιαφορία. Η νίκη αυτή έδειξε τον δρόµο: η Δεξιά δεν αντιµετωπίζεται µόνο µε κριτική, αλλά µε προτάσεις, συµµαχίες, σχέδιο και πολιτικό θάρρος. Η Αθήνα απέδειξε πως όταν οι προοδευτικές φωνές ενώνουν δυνάµεις, µπορούν να γίνουν πλειοψηφία.

Όµως στην Αθήνα, η διοικητική υπέρβαση δεν έγινε µε ένα µεγάλο άλµα, αλλά µε χιλιάδες µικρές παρεµβάσεις, σε σηµεία που για χρόνια είχαν αφεθεί και κατέληξαν να είναι «αόρατα».

Η νέα δηµοτική αρχή δεν ξεκίνησε µε τη φαντασίωση του extreme makeover. Ξεκίνησε από το πιο δύσκολο: το αυτονόητο.

  • Το µικροδάσος στην Κυψέλη που έγινε πνοή αστικού πρασίνου.
  • Το Γραφείο Καταπολέµησης της Ενεργειακής Φτώχειας.
  • Τα πάρκα που φωτίστηκαν και απέκτησαν ξανά ζωή.
  • Τα πεζοδρόµια που καθάρισαν, όχι για τις φωτογραφίες, αλλά για να περπατιούνται.
  • Τα 5000 δέντρα που φυτεύτηκαν µέσα σε ένα µόλις χρόνο.
  • Τα δηµοτικά ιατρεία που δεν λειτουργούν «συµβολικά», αλλά καθηµερινά.
  • Οι κλιµατικές συνελεύσεις, που δεν είναι δηµόσιες σχέσεις, αλλάάσκηση δηµοκρατίας.
  • Οι δηµόσιοι χώροι που αποδίδονται ξανά στους κατοίκους.
  • Οι γειτονιές που ανακτούν την ορατότητά τους.
  • Οι µάχες που δίνονται για λιγότερο τσιµέντο.

Η υπέρβαση στην Αθήνα, είναι το αυτονόητο που µας είχαν αρνηθεί για χρόνια:

Ότι ο πολίτης δικαιούται να περπατά σε καθαρό πεζοδρόµιο. Ότι ασφάλεια δεν είναι µόνο η αστυνόµευση, αλλά και ο δηµόσιος φωτισµός. Ότι οι καθηµερινές πολιτιστικές δράσεις δεν είναι πολυτέλεια, αλλά δικαίωµα. Ότι η συµµετοχή δεν είναι πρόσχηµα, αλλά πυρήνας της δηµοκρατίας.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ρηξικέλευθα και ποτέ δεν πρέπει να παρουσιάζουµε το αυτονόητο ως επίτευγµα. Είναι όµως η απάντηση σε κάθε κατεστηµένο που επενδύει στην απάθεια. Είναι αυτό που σπάει το φαύλο κύκλο της απογοήτευσης.

Είναι η τεκµηριωµένη πιθανότητα ότι υπάρχει κι άλλος δρόµος που παράγει νόηµα, κατανόηση, προσδοκία. Που παράγει ελπίδα, στην πράξη.

 Τελικά, τι είναι υπέρβαση;

Πίσω στη µεγάλη εικόνα, η πολιτική της υπέρβασης δεν είναι ένα θεωρητικό σχήµα. Είναι η έµπρακτη άρνηση να συνεχίσουµε να κυβερνιόµαστε µε τον ίδιο τρόπο – ελπίζοντας σε διαφορετικό αποτέλεσµα. Η πολιτική της υπέρβασης δεν είναι υπόσχεση για το αύριο. Είναι ευθύνη απέναντι στο σήµερα. Είναι ένας ριζοσπαστικός ρεαλισµός και µία αµετακίνητη προσήλωση στη χρησιµότητα, ώστε να παραχθεί πολιτική που δεν ερµηνεύεται – αλλά αποδεικνύεται.

Υπέρβαση είναι να δηλώσουµε χωρίς υπεκφυγές µε ποιους θα πάµε και ποιους θα αφήσουµε. Χωρίς αστερίσκους και µε ξεκάθαρο προοδευτικό πρόσηµο. Γιατί η πρόοδος δεν είναι δρόµος που τον βαδίζεις. Είναι κατεύθυνση που επιλέγεις. Όποιος φαντάζεται την πρόοδο ως εκσυγχρονισµό και τεχνοκρατισµό χωρίς ευαισθησία και ανθρωπιά, έχει ήδη επιλέξει την πλευρά της συντήρησης και των ανισοτήτων.

Ας σταµατήσουµε πια να κοροϊδευόµαστε µεταξύ µας, προοδευτικό δεν σηµαίνει να υποτάσσεται η κοινωνία στο κράτος και το κράτος στις αγορές. Σηµαίνει να ξαναγράψουµε το ποιος αποφασίζει -και για ποιον.

Στο τέλος, κανείς δε θα µας κρίνει για τις προθέσεις µας, αλλά για τις ρήξεις που τολµήσαµε. Αν την αλλαγή δεν την ξεκινήσουµε εµείς, θα ξεκινήσει χωρίς εµάς.

* Δηµοσιογράφος

Δείτε επίσης